Monday, June 25, 2012

Δεν ξέρω γιατί κλαίω ακόμα.

Δεν ξέρω γιατί οι στιγμές που περνάνε μου αφήνουν σημάδια.
Ο γιατρός το παρομοίασε με ουλή, με μπαλάφρα.
Πάντοτε με συναρπάζανε τα άτομα με ουλές.
Δεν ξέρω ποια δυσλειτουργική ρομαντική ρουτίνα με έλκει προς τις ουλές και με γοητεύει με την απόδειξη μιας περασμένης οδύνης.
Άλλοι φοράνε τις ουλές τους σαν κόσμημα, και τις δείχνουν και είναι περήφανοι για αυτές.
Μιλάνε για αυτές με καμάρι και τις αποδέχονται.
Άλλοι...
Τις αντιμετωπίζουν με φόβο, με μίσος. Την κρύβουν κάτω από τα ρούχα τους.
Φοβούνται τη μνήμη του πόνου. Απορρίπτουν την ουλή και τον νέο εαυτό τους.

Δεν γνωρίζω τι με έλκει στις ουλές και δεν ξέρω πως να συμπεριφερθώ στην δική μου.
Αρχίζει από το Πανεπιστήμιο, στην Ελλάδα, περνώντας από αναμνήσεις και μέρη, από ταινίες και στιγμές και καταλήγει κάπου, κάπου κοντά εδώ, στο Παρίσι, κάπου κοντά στο μέρος της καρδιάς.

Η ένταση με την οποία ζει κανείς τα τεκτενόμενα καθορίζει πολλά.

Στο λύκειο μας διδάξανε το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου.

Ο καιόμενος


Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Στο μάθημα λοιπόν, θέλησα να πιστέψω ότι είμαι ποιητής. Ότι είμαι παρατηρητής. Ότι αποτελεί κάτι απαραίτητο και ωραίο και ευθαύμαστο, το να είσαι ποιητής. Θέλησα να πιστέψω ότι είμαι ευαισθητοποιημένος, αλλά ευαίσθητος, με δύναμη μόνο να καταγράφω τον ενθουσιασμό και την πίστη των άλλων. Να θαυμάζω την αγανάκτηση, αλλά να ζω χωρίς να την συμμερίζομαι, από μακριά, με φόβο στα σπλάχνα.

Πληρώνω ακόμα, ψυχολογικά, μέσα μου, την ψευδαίσθηση αυτή, που, αν και τουλάχιστον δεν τη δημιούργησα, δεν την διέψευσα. Μια ψευδαίσθηση του ποιος είμαι πίσω από το δέρμα μου, μέσα στη σάρκα μου. Μια ψευδαίσθηση που αλλάζει για να καλύψω τις ανάγκες μου, και να συνεχίσω να τις καλύπτω.

Αλλά αυτό δε κάνουμε όλοι; Στον έρωτα και στις φιλίες, όπως και στις εμπορικές συμφωνίες. Καλύπτουμε το προϊόν με τις λέξεις που επιθυμεί να ακούσει ο αγοραστής. Όταν γυρίσει σπίτι, και ανοίξει κάποια στιγμή το πακέτο, και δει πίσω από την επιδερμίδα τι μένει, τι μένει αλήθεια;

Και όταν κάποιος καίγεται, αυτοπυρπολείται, αλήθεια, χωρίζουμε στα δύο σαν ποιητές ή μήπως χειροκροτάμε;
Και, εμείς, κατά πόσο δε βρισκόμαστε μέσα σε μια φωτιά, χωρίς αυτό να αποτελεί την επιλογή μας;

Τι ωραία που ζητάμε βοήθεια όμως από μέσα απ' τη φωτιά.
Φωνάζουμε για μια σωτηρία, χωρίς να κυλιστούμε στο έδαφος για να σβήσουμε τις φλόγες.
Μήπως και μας σώσει κάποιος άλλος.
Γιατί άμα μας σώσει, το να έχουμε κυλιστεί και σκονίσει τα ρούχα μας θα μας έχει λερώσει, θα μας έχει μολύνει.
Ούτε που σκεφτόμαστε την τέφρα που προκαλεί πάνω μας και στους τριγύρο η φωτιά που μας καίει. Έχουμε υπερηφάνεια. Λοιπόν, εγώ δεν έχω. Λυπάμαι.

Ίσως ψεύδομαι, και αυτές οι λέξεις είναι απόδειξη του παράδοξου... Περηφανεύομαι της έλλειψης υπερηφάνειάς μου...

Πόσοι από εμάς θέλουμε πραγματικά να ήμαστε αυτοί που ήμαστε;
Πιο μέρος μας είναι δικό μας και πιο κατασκεύασμα προς αποφυγήν της απόρριψης;
Και ακόμα χειρότερο, γιατί έπειτα κουβαλάμε ακόμα το κατασκεύασμα, και το κάνουμε μέρος του εαυτού μας; Δεν θα ικανοποιήσει τους νέους αγοραστές της νέας αγοράς που μας περιβάλει.
Και συνεχίζω και γράφω ξημερώματα, χωρίς τέλος ή, ταυτολογώντας, σκοπό.
Τα άτομα, 3, που σκέφτομαι ενώ γράφω αυτά τα λόγια δε θα διαβάσουν το κείμενο αυτό.
Άλλα έχουν σταματήσει να με διαβάζουν, άλλα δε ξέρουν ότι γράφω, άλλα δε ξέρουν ελληνικά. Ανούσιος πληθυντικός...

Έξω από το παράθυρό μου μια πόλη κοιμάται. Και η πόλη μου είναι αδιάφορη.
Ένα μηχανάκι προχωράει στον δρόμο με σπασμένη εξάτμιση, και ζωντανεύει για λίγο την απέραντη σιγή.

Δεν έχω άγκυρα πλέον, δεν έχω ρίζες, και κάθε τρεις και λίγο κλαίγομαι γι΄αυτό.
Με φοβίζουν οι επιθυμίες μου, γιατί με φοβίζει η πλεονεκτική φύση του ανθρώπου.
Θέλεις σχέση, την αποκτάς και μετά ζητάς κι άλλο, όλο και καλύτερες στιγμές.
Και όταν οι άνθρωποι στερέψουν, και όταν οι σειρές είναι όλο και πιο προβλέψιμες και η γνώση γίνει βαρετή, τότε τι;

Είναι αργά, και έξω από το παράθυρό μου μια πόλη κοιμάται.
Έβρεξε και το έδαφος μυρίζει βροχή.
Ένα κουνούπι απειλεί, με την παρουσία του, τις επόμενες ώρες μου.
Και μια ουλή, μέσα μου, με τρώει και δε ξέρω τι να κάνω με δαύτην.

Sunday, June 10, 2012

Elle aime Paris.

Was she grown up on fairy tales, of little princes and cats that were aristocratic?
Was it the prose of Alexandre Dumas that made her love Aramis?
Did something go really right, or did something go quite amiss?
Why did her love for France grow and grow and grow, refusing to stay static?

The city of love and lights and fashion,
Of food and art, culture and romanticism,
Where all is seen through beauty's prism
She longed for it all with passion.

And as she still grew up that love remained unbound,
To her, her country seemed a flaw, a mockery of nature,
To escape, she lost herself, and graduated, in French literature,
And for her pain and her success, she found herself Paris-bound.

And her nose did not smell the piss and crass of the metro,
Her eyes denied the poverty and the vice and violence,
Her mind blocked off all the racism and the decadence,
And anything old or malfunctioning she internalized as retro.

She wandered and wondered in the Louvre, Versailles and la Sorbonne,
She revelled in art in Quais d'Orsay, went to the Moulin Rouge to see Can-Can,
Admired the paintings of Manet and Monet, Picasso, Dali and Petitjean,
And let herself be flirted in the bistros near Charonne.

And the months went by and and finally, her love blossoming like a flower,
The city having convinced her this was no passing fling,
She grew, like her love, big and all-encompassing,
Having decreed to love Paris corporeally, inside her she put the Eiffel Tower.