Friday, September 05, 2014

Vendetta



1.png


Sparta, Peloponnese, Greece

11th of July 2006

Only days. It has only been four days since I last saw their smile. I know they are behind this. Our family ravaged, gone.

The Venetians held the Mani peninsula for centuries, this arid dry land.
My grandfather used to say: the only thing that grows here, is stones. They held this land just to prevent our ancestors from pirating their ships. And today Italians think they brough us the notion of Vendetta. Heh. As though we needed them to teach us to kill each other in a land so devoid of everything that removing a person meant one less mouth to feed. I caress my grandkid’s hair. He is the last Liakogkonas apart from me. He is named like me. Lefteris Liakogkonas. Like my grandfather before me, too. The vendetta with the Christeas family has run since before his time, but I do not know if the names of my kin were the same back then.

A vendetta is not something you casually walk into. Rather, you are born into it. Your parents are farmers wetting the land with their sweat day in, day out. You hear tales of cousins and grandparents dead by the filthy Christeas family. Then, one day, your father does not come home, and you learn that on that day, the Christeas family chose to make your father wet the land with his own blood.

Friday, July 18, 2014

Η βασταχτή ελαφρόπετρα του είναι.

Οι πρώτες λέξεις που ξεπηδάνε από το πληκτρολόγιο στην οθόνη μου τείνουν να είναι οι ίδιες.
Επιθυμώ να αρχίσω το κείμενό μου με κάτι βαρύγδουπο και εντυπωσιακό.

Οι μέρες που περάσανε φεύγουν σαν φύλα στο ποτάμι της ανάμνησης.

Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Κάτι που να ακούγεται βαρύγδουπο αλλά να μην είναι παρά, όπως η λέξη βαρύγδουπο, ένας βαρύς γδούπος, μια ονοματοποιία.

Και τι είδους φύλα είναι αυτά που φεύγουν στο ποτάμι, τέλος πάντων; Συκής; Σικέ;

Ενδώτερα της χώρας της φαφλατολογίας βρίσκεται μια έρημος χαμένων σκέψεων και ποιητικών αλληγοριών.

Βράχοι άχριστης γνώσης τοποθετημένοι τυχαία στην άμμο, δεν είναι παρά κόκκοι που δε διαλείθηκαν ακόμα. Πηδώ από τον ένα στον άλλο.

Κάθε άλμα βυθίζει την πέτρα στην άμμο, με πάει πιο μακρυά, πιστεύω, αλλά ξανά και ξανά πέφτω σε αναμνήσεις και αναμασημένες ιδέες. Ελαφρόπετρες που αρνούνται πεισματικά να βυθιστούν.

Τα άλματά μας περιορισμένα από το σώμα μας, από τις αισθήσεις μας. Κάθε στιγμή ξοδεύουμε ενέργεια για να δεχτούμε πληροφορίες. Οπτικές, ηχητικές,αφής και βαρύτητας, αισθητήρια όργανα διεσπαρμένα στο δέρμα και το σώμα μας. Απέραντη πληροφορία που συνθλήβουμε σε κόκους άμμου, κρατόντας μόνο μερικές ελαφρόπτρες που αρνούνται πεισματικά να βυθιστούνε.

Κάθε στιγμή τα κύτταρά μας, σκλάβοι του εγκεφάλου, δουλεύουν ακατάπαυστα για να μειώσουν την πληροφορία σε ένα σταθερό επίπεδο.

Και αυτό το επίπεδο πληροφορίας ανά δευτερόλεπτο είναι που μας δείνει την αίσθηση του δευτερόλεπτου. Παραπάνω πληροφορία ανά δευτερόλεπτο και ο κόσμος μας φαίνεται να κυλάει πιο αργά. Λιγότερη και ο χρόνος παγώνει.

Και σε όλα αυτά νόημα κανένα.

Wednesday, June 11, 2014

Αστοχία

Κάπου, μέσα σε όλα αυτά αστοχήσαμε. Χωρίς καν να γνωρίζουμε τον στόχο μας, αστοχήσαμε. Ήταν κάπου ανάμεσα στ΄αστέρια, στις παρυφές των ονείρων μάλλον. Ή ίσως με άλλη.

Καιρό είχα να νιώσω τόσο άδειος. Μήνες πάνε που το ιστολόγιο μένει χωρίς λέξεις.

Ακούω "το τραίνο φεύγει στις οχτώ" και άλλα ευχάριστα τραγούδια.

Μου είπες, όταν σε γνώρισα ήσουν ευάλωτος, γι΄αυτό είσαι μαζί μου. Έτσι μου φαίνεται και εμένα, σιγά σιγά. Σκιά μιας γυναίκας ανύπαρκτης και εσύ; Δε ξέρω. Ίσως.

Το τραίνο φεύγει στις οκτώ, ταξίδι για την Κατερίνη.

Με τον πατέρα μου τσακώθηκα, πάλι. Είμαι ευέξαπτος, και απορρίπτω τα ήθη και τα έθιμα, και την ταυτότητά μου την ίδια. "Θα αρνηθώ την ελληνική ιθαγένειά μου!" Σαν δεκαπεντάχρονο αντιδράω ακόμα. Τι δεκαπεντάχρονο, πεντάχρονο και πολλά λέω.

Την εποχή που μεγαλόφωνα δήλωνα: je vais pleurer dans ma chandre. και προκαλούσα το γέλιο των δικών μου.

Αστοχία. Για που πήγαινα; Πήγαινα αλήθεια για το Παρίσι; Για την πόλη του φωτός;
Διδακτορικό, μεταδιδακτορικό, συγκατοίκηση, μαλακίες.

Δεν έχω καν στόχο. Αστοχία μεγέθους εχούσης.

Monday, February 17, 2014

Μέρες του 14

Ένα όνομα γυρνάει ξανά και ξανά μες το νου μου, φάντασμα μιας παλιά θύμησης ξεθωριασμένης.
Το όνομα, ξανά και ξανά κι ας μη σημαίνει πλέον τίποτα.

Τις νύχτες κοιμάμαι με συντροφιά. Ένα χρόνο τώρα, όταν ο ύπνος με παρατάει -σπάνιο φαινόμενο πλέον- βρίσκομαι μέσα σε ένα σώμα το οποίο, εικάζω, πρέπει να είναι το δικό μου. Δίπλα στο σώμα μου κοιμάται, τυλιγμένη εν μέρη, ξεσκέπαστη εν μέρη, η Σαμπρίνα.

Την αποζητώ, την αγκαλιάζω και ξανακοιμάμαι. Το σώμα μου της πιέζει τα πνευμόνια και με μεταθέτει, μια σπρωξιά, μια στροφή της λεκάνης της, προς τη δική μου πλευρά. Θα ξαναξυπνίσω και θα επαναλάβουμε την όλη χορογραφία.

Οι μέρες κυλάνε. Στην δική μου Οδύσσεια δεν είμαι καν Οδυσσέας.
Λωτοί οι σύνδεσμοι στο διαδίκτυο και οι αναμνήσεις. Τους μασάω και χάνομαι.
Πηδάω στον χρόνο.

Θυμάμαι το κρεβάτι μου, στην Αθήνα, στο δωμάτιο όπου πέρασα τις περισσότερες ώρες της ζωής μου μέχρι τώρα. Ακουμπούσα στον τοίχο την πλάτη μου.
Τον χειμώνα το πάπλωμα με μόνωνε από το κρύο ντουβάρι. Το καλοκαίρι, με τον ιδρώτα να κυλάει από τους πόρους μου, για λίγο ο τοίχος με δρόσιζε. Αν ήμουν τυχερός προλάβαινα να αποκοιμηθώ.
Μα πάνω απ'όλα ο τοίχος έδινε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, αγκαλιάς ίσως.

Σε εκείνο το κρεβάτι, στο οποίο άφηνα μικρός, στο πίσω μέρος του προσκεφάλιου, τα κακάδια από την μύτη μου, και αργότερα το έφηβο σπέρμα της πρωινής και της βραδινής μαλακίας. Σε εκείνο το κρεβάτι όπου διάβαζα κάθε βράδυ με τις ώρες, απορροφημένος σε κόσμους από χαρτί και μελάνι, μάθαινα, λανθασμένα, ότι ο κόσμος διέπεται πρώτα απ'όλα από κανόνες αφηγηματικούς. Ότι υπάρχουν ήρωες και πεπρωμένα.

Σε εκείνο το κρεβάτι όπου μια βραδιά πριν κοιμηθώ σκέφτηκα ότι θα πέσω για ύπνο κάποια στιγμή και θα είμαι πιο ηλικιωμένος. Και αυτό θα συμβεί ξανά και ξανά, αυτή η σκέψη, και αυτός ο φόβος. Ανάμεσα σε δύο φορές που θα έχω αυτήν την σκέψη, θα έχουν περάσει μήνες, χρόνια, χαρές και λύπες και τίποτα απ'όλα αυτά δε θα έχει αποτρέψει την σκέψη μου από το να γυρνάει στην ιδέα αυτή: λίγο πριν κοιμηθώ, σε λίγα χρόνια, θα σκεφτώ τα ίδια πράγματα, θα αναρωτηθώ για τον θάνατο, ενώ σταδιακά το σώμα μου θα με αφήνει.

Οι άνθρωποι που ζούνε βαθιά αλλά και ικανοποιητικά γεράματα είναι αυτοί που εξερευνούν τα πάθη τους όλη τους την ζωή. Δε χάνουν την ώθηση να μάθουν νέα πράγματα, όχι από φόβο ενός εγκέφαλου που αποσυντίθεται αλλά απλά επειδή τους αρέσει.

Η μπαλάφρα παραμένει στο μέρος της καρδιάς, πολυπλέκει τον έρωτα.
Βρίσκομαι μια χρονιά τώρα αντιμέτωπος με το ιδεατό μου και την ευθύνη του ενήλικα.
Ο τελευταίος χρόνος μοιάζει με παύση, χωρίς αυτή να είναι πραγματική διακοπή.
Η ψυχανάλυση τελείωσε, έμεινα άνεργος, ξαναβρήκα δουλειά.
Οφείλω να επενδύσω δυνάμεις και χρόνο και παρουσία, σε τέλη, υποχρεώσεις και εργασία αν θέλω να συνεχίσω να έχω μια "καλή" ζωή.
Αρχίζω και κινούμαι απλά για να κινηθώ. Τα πάντα είναι μουδιασμένα. Προς τα που; Δε ξέρω.
Θέλω να θέλω να μάθω νέα γλώσσα.
Θέλω να θέλω να μάθω νέα επιστήμη.
Είμαι ερωτευμένος με την ιδέα του να είμαι ερωτευμένος.

Θα έπρεπε να καταφέρω να δω την ζωή μου με κάποια απόσταση και να αποφασίσω, μα ζω εντός και επί τ'αυτά.

Ο μετέφηβος μέσα μου μουρμουρίζει ξανά το όνομα.
Ο έφηβος αυνανίζεται.
Το παιδί κάνει αγκαλιές και αγάπες.

Και εγώ, όλα αυτά τα άτομα, λίγο πριν κοιμηθώ συλλογίζομαι ότι θα ξυπνήσω μια μέρα και πριν κοιμηθώ, θα είμαι κατίντα χρονών, θα θυμηθώ το συλλογισμό μου αυτό, και θα χαχανίσω. Σιγά, γιατί αλλιώς θα με πονέσουν τα αρθριτικά μου.