Sunday, December 18, 2011

Τίποτα το καλό μετά τις 2.

Περνάει ο χρόνος και προχωράει κανείς.

Και όταν προχωράς από εκεί που πίστευες ότι δε θα μπορούσες να σηκώσεις ποτέ ξανά το κεφάλι, νιώθεις περίεργα, ευχάριστα. Τα συναισθήματα κάνουνε κύκλους. Αλλά δε μπορείς πλέον να βρεις κάτι που είχες εκεί. Κάτι που σε γέμιζε, και που με το χρόνο άρχισε να ξεφεύγει από ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Έζησα κάτι υπέροχο, και φοβόμουν ότι δε θα μπορούσα να το ξαναζήσω. Ναι, σίγουρα τα τελευταία χρόνια, ξέφευγε και άδειαζε, αλλά η μνήμη του πλήρους, η μνήμη του τεράστιου, με μπερδεύει. Δεν έχει μείνει τίποτα από αυτό.

Και οι μέρες περνάνε. Ανακαλύπτεις ότι μπορείς να ερωτευτείς ακόμα, όσο και αν δεν είναι ακριβής η λέξη για το συναίσθημα. Να ενθουσιαστείς, ίσως.

Συνεχίζω να μένω μόνος στο σπίτι μου. Ώρες πριν γυρίσω στο σπίτι των γονιών μου, μένω ξάγρυπνος και γράφω. Κάποτε το να μένω μόνος μου ήταν ευτυχία, γιατί πίστευα πως δε θα διαρκούσε πολύ, πως θα γέμιζε το σπίτι μου. Και μετά άρχισε η συνειδητοποίηση. Ξανά γινόταν βάσανο. Το σπίτι ήταν κλουβί, και πως να ζητήσεις άλλα άτομα να έρθουν σε ένα κλουβί;

Και σήμερα, μετά από καιρό αναρωτιέμαι πάλι σχετικά με τα όσα έζησα. Τα βλέπω πιο καθαρά πλέον, που δεν μένει συναίσθημα άλλο από την απογοήτευση. Τόσο ανθρώπινη η ιστορία μου, και τόσο υπερβολική η απαίτησή μου να είμαι, να ήμαστε, υπεράνθρωποι. Ναι. Προσπαθώ να κρυφτώ πίσω από κυνικότητες, με υ και όχι με οι, αλλά κατά βάθος ελπίζω και προσδοκώ οι άνθρωποι να είναι υπεράνθρωποι.

2 και 25 η ώρα. Σε λίγες ώρες πετάω. Δε θα κοιμηθώ.

Μέσα στο κλήμα ανασκόπησης ξαναδιάβασα τα mail, και η όλη φθορά γίνεται αντιληπτή με το βάθος χρόνου. Πόσο απόμακρος φαίνομαι σε μερικά από αυτά. Πόσο απόμακρη φαίνεται σε άλλα. Στεναχωριέμαι. Δεν ήθελα ποτέ να φτάσω εδώ. Αλλά όταν κάνεις σχέσεις, ρισκάρεις.

Ρισκάρεις, για να κερδίσεις αγάπη, φροντίδα, έρωτα. Ρισκάρεις να χάσεις ένα άτομο, το οποίο σου κίνησε αρκετά το ενδιαφέρον για να θέλεις να είσαι μαζί του. Η απόρριψη είναι πάντα βίαιο συναίσθημα. Και αυτό που είναι ακόμα πιο περίεργο είναι όταν βλέπεις, σε διαδικτυακό μελάνι, τι συναισθήματα υπήρχαν, και πλέον είναι αδιανόητα. Με αυτό το άτομο, τουλάχιστον.

Με το να νιώθω ακόμα την ανάγκη να τα πω όλα αυτά αναρωτιέμαι άμα προσπαθώ ακόμα να επικοινωνήσω. Αναρωτιέμαι άμα προσπαθώ να δικαιολογηθώ στον εαυτό μου, που ήμουν, που είμαι άνθρωπος. Η ανασκόπηση είναι θεμιτή; Με βοηθάει. Οπότε, ναι.

Χρησιμοποίησα ψυχολογικούς μοχλούς για να κερδίσω ότι πλεονεκτήματα τρυφερότητας μπορούσα όταν αυτή σταματήσανε να έρχονται αυθόρμητα. Μου θυμίζω τα φιλαράκια, όπου η Rachel πιστεύει ότι πέρασε τη ζωή της να προσπαθεί να μη γίνει αντίγραφο της μάνας της, που έγινε αντίγραφο του πατέρα της. Συμπεριφορές της μητέρας μου. Και με το να αναλύω τη ζωή μου με βάση τα φιλαράκια και τις σειρές και ταινίες, μου θυμίζω τον Abed από το community. Τι έγινε;

Κατά βάση, απόσταση, τέλος αντοχών και λάθος χειρισμοί. Αλλαγή στόχων, διαφορετικά πιστεύω και αξίες. Αλλά κυρίως απόσταση. Πόσο προσπάθησα να αλλάξω, πόσο κόπιασα να προσπαθήσω να είμαι κάποιος που δεν είμαι; Πολύ. Έδωσα βάση σε λάθος πράγματα, προσπαθώντας να σώσω κάτι που πλέον δεν υπήρχε. Ποιος χέστηκε άμα χορεύω καλά; Ποιος νοιάζεται για τα πυρηνικά εργοστάσια;

Δεν ήταν ποτέ εκεί το πρόβλημα.

Σίγουρα, με το να αποφασίσω προσωπικά ότι δεν μου αξίζει η κατάσταση αυτή, νιώθω καλύτερα. Κοιτάω και βλέπω τα πράγματα που μπορώ να κάνω. Και βλέπω και το υποσύνολο από αυτά: αυτά που θέλω να κάνω. Δεν είναι πολλά από όσα μπορώ να κάνω τα οποία να θέλω να τα κάνω.

Δε χρωστάω πλέον σε κανέναν δικαιολογία για το ποιος είμαι. Στα 25 μου, καιρός ήταν να σταματήσω να είμαι απολογητικός για τα γούστα μου και για το είναι μου. Σίγουρα, δεν ταιριάζω στο προφίλ ενός εύκολου ανθρώπου. Αλλά κανένας δεν είναι πραγματικά εύκολος.

Με δυσκολεύει λίγο που πλέον φεύγω. Δεν έχω λόγο να γυρίσω στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Και ως εκ τούτου με αυτήν την απελευθέρωση, βγάλαμε και τις βοηθητικές ρόδες, από το ποδήλατο. Ένα ποδήλατο που ακόμα δε ξέρω να χειριστώ.

Η ώρα περνάει, ο χρόνος μένει λειψός.

Το 2011 ήταν η χρονιά που διέγραψα από τη ζωή μου 3 άτομα που με σημαδέψανε.

Το 2011 ήταν η χρονιά που έμαθα πολλά, και κατάφερα να ταυτιστώ με το " Όνειρο του Οδυσσέα"

Και έτσι ακούω Goin' Through, και συνειδητοποιώ όσον αφορά το τραγούδι αυτό δεν είμαι στη θέση του τραγουδιστή, ούτε του DJ. Είμαι αυτός που χάθηκε.

Χάθηκες κι εσύ μαζί με τους πολλούς, και σιχάθηκες μαζί με τους πολλούς. Ελπίζω από 'κεί που να 'σαι να μ' ακούς.

Δυστυχώς φοράω ωτοασπίδες.

Thursday, December 15, 2011

What is romance?

There is a poem I really like, called root 3 love, and it goes like this:

"I'm sure that I will always be
A lonely number like root three
The three is all that's good and right,
Why must my three keep out of sight
Beneath the vicious square root sign;

I wish instead I were a nine
For nine could thwart this evil trick,
with just some quick arithmetic

I know I'll never see the sun,
as 1.7321
Such is my reality, a sad irrationality

When hark! What is this I see,
Another square root of a three
As quietly co-waltzing by,
Together now we multiply
To form a number we prefer,
Rejoicing as an integer

We break free from our mortal bonds
With the wave of magic wands
Our square root signs become unglued
Your love for me has been renewed"

That poem is romance.

There is a picture on the web.

and that picture is romance.

There is this moment when you sleep in the same bed with your lover, cuddling, and she leaves to go to work, while you don't have work, and you just hug her, while still asleep, willing upon her a longer contact, forcing her to cuddle just a moment more.

That is romance.

There is the feeling you get to ask a girl out, and the first thing that springs to your mind to do with her is random, like drawing pictures on the streets of Paris, using chalk. The feeling where you need to draw your telephone number on her ankle with a ballpen, concealing it between flowers and tribal signs, then revealing your ruse only moments before you leave.

Those are romance, for me at least.

Monday, December 12, 2011

Again and again and again.

QUICK ANNOUNCEMENT: In 5 posts I reach the 250 posts on this blog. To celebrate that I would like to ask those who do read me to choose one of the previous posts they liked, say a quick word about why they liked it, to be presented in the 25Oth post of the blog, that will do a quick re-cap and a top 11 posts kind of thing. Because I am that vain. To help, just comment which post you selected, as well as the reason you chose that post.

_____________________________________________


Through repetition, through walking on paths trodden again and again, each time the same, each time different, through standing up and never letting go.

This is the way of the humans.

The tragedy remains the same; all identical, all unmoving. We don the archetypes we are dealt, the ones the stories want us to wear. Do you have a choice?

Not really; social order will set in. We might be thrown inside this world, at birth, then thrown into the commotions and complications that always arise, but in the end, stability comes. We then sink to the roles we are meant to have.

We become Antigone, Creon, we become Tyler Durden, we become Aragon, we become Tristan and Iseult, Zeus and Semele. Empires rise and fall.



You see the pointlessness in all of that. Parents have children, hoping they will grow up in a world devoid of strife and hunger, or at least a world that is better than ours. And you trace that instinct back to the first protozoa (literally first to live), those random self-replicating organisms. What you really hope is to be better able to replicate, that your genes will be allowed to continue their unending dance, competing with the rest of life surrounding us. Yet we are now at the top. We reached for a brief time the point where we can eat, drink and fuck, our bodies not encountering hardships, our brains rarely tested on the razor's edge. And this has brought ennui. Having enough time to realise what you are was never part of the plan.

Yet again, this pointlessness is but a mental state of comprehension. Yes; it can stress you out. But then again you do not need to hold on to an invisible purpose. Taking responsibility is not just about shedding your childhood's carapace and letting go of the guiding hand of your parents. You need to let go of every support but your own.

Oh, how tempting to find value in the eyes of a beautiful other. How tempting to find value in your attempts at intelligence, at your attempts at social acceptance. You keep needing to find something to prop yourself up against. A replacement for the faith you so easily lost. It is only human. Shred your replacement to pieces, yet another will rise to stabilize you. Again and again and again.

for i=1:1:aloted_life_time(end) do
live(i)
end

Do you blame yourself for being human? Do you blame yourself for derailing this text towards a personal state of mind?

No. Neither of those. I hope life to be something. An adjective, or collections of adjectives should be enough to describe this something.

But there is no adjective. Life is.

And then again. You read your blog and see you keep writing the same story again and again.

Through repetition, through walking on paths trodden again and again, each time the same, each time different, through standing up and never letting go.

Again. And again. And again.



Monday, December 05, 2011

Σε μέλει η Όπερα;

Ή μάλλον, η όπερα "Σεμέλη". Ναι, έκανα αυτό το μέτριο λογοπαίγνιο. Οι μέρες μου πλέον περνάνε περίεργα, οφείλω να ομολογήσω. Σε ποιόν να το ομολογήσω όμως; Σε έναν αόρατο αναγνώστη.

Προσωπικά δε θα πήγαινα ποτέ όπερα από μόνος μου. Αλλά η Ρωσίδα couchfurfing φιλοξενούμενη μου για το περασμένο Σαββατοκύριακο, ζει για την κλασσική και μπαρόκ μουσική. Προσωπικά, αν και έχω συμμετάσχει σε μια Όπερα*, και μερικές φορές σφυρίζω ανέμελα μεγάλες κλασσικές επιτυχίες των περασμένων αιώνων, έχω σχετικά μικρή μουσική και καλλιτεχνική κουλτούρα. Και όταν λέω σχετικά μικρή εννοώ μηδαμινή και μικροσκοπική. Ίσα που δε θεωρώ το Μπαρόκ ένα μπαρ όπου παίζουν ροκ μουσική. Όμως, εχτές (ξαν)ανακάλυψα πολλά πράγματα.

Τα άτομα που έχουν πάθος με κάτι, είναι μεν ενδιαφέροντα, αλλά μόνο όταν συνομιλούν σχετικά με το πάθος τους. Ζούνε για αυτό και τίποτα άλλο δε τα γεμίζει. Η ζωή τους και το πάθος τους είναι ένα. Ίσως χάνουν, με αυτή τους την εμμονή κάποια κομμάτια της ανθρωπότητας, αλλά δεν είναι άδειοι από αυτό. Γεμίζουν απλά και μόνο με την ύπαρξη του πάθους τους. Δυστυχώς δε μπορείς να επικοινωνήσεις με αυτά τα άτομα αν δε μοιράζεσαι σε κάποιο βαθμό το πάθος τους. Σαν ένας τοίχος που τους χωρίζει από τους κοινούς ανθρώπους, πρέπει να τον σκαρφαλώσεις και να κοπιάσεις για να τους δεις.

Όμως όταν βρίσκεσαι δίπλα σε ένα άτομο που έχει πάθος για κάτι, πραγματικό πάθος για κάτι, λίγο από αυτό το πάθος ξεβάφει πάνω σου. Μετά από 3,5 ώρες στο musée de l'Orangerie, μουσείο που, μόνος μου, ξεπέταξα μέσα σε 20 λεπτά την τελευταία φορά που πήγα, ήξερα ότι κάτι είχα πάρει από τη λατρεία που εξέπεμπε για την τέχνη η κοπέλα αυτή. Και όταν φτάσαμε στο θέατρο και ακούσαμε την Cecilia Bartoli να τραγουδάει την Σεμέλη, για λίγο, ήξερα ότι η κλασική, ή μάλλον η μπαρόκ, μουσική μου αρέσει.

Ναι, σίγουρα μόνος δε θα είχα κάνει κανένα από τα δύο. Αλλά με το να γνωρίζεις νέο κόσμο και να μην αφήνεις τον εαυτό σου κλειστό μαζεύεις εμπειρίες. Δε μπορείς να τις ζορίσεις τις εμπειρίες. Να περιμένεις να περάσεις καλά κάποιες μέρες που έθεσες στην άκρη ως άδεια από τη δουλειά σου, άδεια από τη μουντότητά σου. Γιατί όπως έχω ξαναπεί, άμα δεν υπάρχει νόημα, τότε τουλάχιστον ζήσε ευχάριστα και φτιάξε ωραίες αναμνήσεις. Το να κάνεις σχέδια και να περιμένεις μόνο από αυτά ευτυχία, είναι σαν να προσπαθείς να κολυμπήσεις ενάντια στο ρεύμα.

Βεβαίως, ο εγκέφαλος τρέχει πιο γρήγορα από την ικανότητά του να αποτυπώσει τις ιδέες μέσω πληκτρολόγησης, και έτσι παραλίγο να ξεχάσω την ιστορία της Σεμέλης. Η Σεμέλη, πριγκίπισσα της Θήβας και ο Δίας ερωτεύονται, την κλέβει πριν αυτή παντρευτεί και την βάζει κάπου να την φυλάνε δράκοι και να μπορεί να την επισκέπτεται μόνο αυτός. Η Ήρα προφανώς τα παίρνει, και μετά από δολοπλοκίες πείθει την Σεμέλη να ζητήσει από τον Δία να της φανερωθεί με την θεϊκή του μορφή. Η άτυχη τον βάζει να ορκιστεί στα νερά της Στύγας (που δείχνει ότι οι θεοί δεν ήταν παντοδύναμοι στην αρχαία Ελλάδα), να της κάνει ότι χατήρι του ζητήσει, και αυτός το ορκίζεται. Έτσι της φανερώνει τον πραγματικό του εαυτό και αυτή πεθαίνει.

Καθότι ο εγκέφαλος έχει μια τάση να συνδέει ότι βλέπει σε δικές του ιστορίες, αυτό μου θύμισε ένα ποίημα που είχα γράψει παλιότερα, όταν μια σύντομη σχέση δεν πέτυχε, και θα μου άρεσε να μπορέσω να πιστέψω ότι παρουσιάζει την ιστορία όλων των σχέσεών μου, κάπως συμβολικά. Είναι ο έρωτας μέχρι την ανακάλυψη του άλλου και την βαρεμάρα ίσως.

*το 2008, ως κομπάρσος, μαζί με τον Σκιόφατσα, στην Κάρμεν, στο γαλλικό Ινστιτούτο, κουβαλάγαμε τον νεκρό τόφαλο τορεαδόρ, όταν αυτός πέθανε. Δε πέθανε πραγματικά, ούτε ήταν πραγματικά τορεαδόρ: τενόρος ήταν, που έπαιζε τον ρόλο του τορεαδόρ και προσποιούνταν ότι πέθανε. Επίσης ήταν υπέρβαρος για τοραδόρ.