Wednesday, September 26, 2007

101 πιγκουίνοι της δαλματίας.

Ποιος είμαι και πού πάω; Πόσοι από εσάς θα με ρωτήσετε; Δεν ξέρω. Όταν αποφασίσεις να απαντάς σε αυτά που θέλουν να ρωτήσουν, με απαντήσεις που δε θα τους αποκαλύψουν όσα φοβούνται να μάθουν, σε θεωρούν σοφό. Σοφό ή άραγε φοβάσαι δεν ξέρω. Τόσος κόπος όμως... Το βουνό που διάλεξα είναι πολύ ψηλό, δύσβατο, και το φαράγγι του απρόσιτο από ελικόπτερα και, τολμώ να πω, πιγκουίνους. Ό,τι στραβό, παράλογο και απόκοσμο και να πω δικαιολογείται. Είναι σοφία μεταμφιεσμένη. Σε πιγκουίνο. Που μεταμφιέστηκε σε περίεργες λέξεις. Όμως ξεφεύγω από το ζήτημα. Πώς είναι να ανεβαίνουν μέχρι εδώ, με τόσο θάρρος, και τελικά να μην καταφέρνουν να καταλάβουν ότι το ταξίδι μέχρι εδώ θα τους δώσει την απάντηση και όχι εγώ; Και έτσι έρχονται, με ρωτάνε, δεν απαντάω ουσιαστικά και φεύγουν. Παίρνουν μαζί τους λίγη σκόνη από το βουνό, κολλημένη στα ρούχα τους, και σαν φτάσουν κάτω ξανά, την πλένουν και συνεχίζουν τη ζωή τους. Κάθε φορά που αποτυγχάνουν θέλουν πάλι συμβουλή. Περιμένω τον θάνατο να με λυτρώσει, ή τουλάχιστον έναν επισκέπτη να έρθει να με δει απλά για να δει πως είμαι, να πληρωθεί και η δική μου κοινωνικότητα. Μα τους ρωτάω πάντα: Τι θέλεις να μάθεις; Με το βλέμμα ή με λέξεις ξεκόβομαι, και πλέον περιμένω κάποιον που δεν υπάρχει. Κάποτε είχα μαθητές μα να με προφυλάξουν θέλοντας κατεβήκανε πιο χαμηλά, να διώχνουν όσους πιγκουίνους ξανανεβαίνουν. Connecticuts for Fucking, ο Χριστός Η. Σωτήρας και οι τέσσερις αναβάτες της αποκάλυψης τραγουδάνε. Βγάζω τα σανδάλια μου, τις ρόμπες μου και μπαίνω στο ποτάμι. Κατουράω, και γνωρίζω πως όπως όσα λεω και καταπίνονται, πιο κάτω στο ποτάμι κάποιος θα πιει νερό και δε θα ξέρει τι κρύβεται μέσα του. Περιμένω. Οι αιώνες, οι ώρες περνάνε. Το νόημα που σας μεταδίδω, ποτέ δε θα το ζήσω, για να το ζήσετε εσείς. Μοναχός εξ επιλογής, βασιλιάς σε μια σκακιέρα άδεια, γελάω με τη νίκη. Πύρρος, που νίκησε τα πάντα και έχασε το στρατό του. Όπ, μα τι βλέπω; Επισκέπτης ανεβαίνει. Με συγχωρείτε πρέπει να πάω να φορέσω την πιγκουινοστολή μου.

to be deleted.

Who lives? Who dies? Suppose I knew, would you care to know too?

What happens tonight when with darkness you feel that fright?

Wouldn’t you want to know? Shadow arise.

Not one of us will see the light. I might be blind but I have seen,

All the pain, the fear, inside your grin. There is no sin, or so you say,

But does to those words, your heart obey.

I saw you and through you and noς I know you for now and for ever.

Momentary bliss to think you are clever, to think you will rise,

Above the filth and, there to await you, eternity lies.

But no such thing ever existed. Your race and its creations will fade.

Your name – you did never like your name- your name.

Your obsession, to forward the pain. Never will our society be free, even through pain.

Recall you younger days when you first saw in your mind’s eye,

The Planet, the stars, free, yet constricted in space to fly.

The sun will fade and thus will we die.

Our creations, engulfed by a fiery tongue.

So scribe away your fears, and plans and megalomania.

Sleep and dream of happiness and of ever after.

But even your immortality is at end, at the dream’s end.

Wednesday, September 19, 2007

Τρέλα

Σήμερα ένας γνωστός μου τρελάθηκε. Βγήκε στο δρόμο γυμνός και έδειρε το πρώτο άτομο που πέτυχε μπροστά του. Με είχε διδάξει πολλά πράγματα για τα σύννεφα στο παρελθόν. Κοιτούσε τον ουρανό και ήξερε τι καιρό θα έχει τις επόμενες ώρες. Τώρα είναι σε ψυχιατρική κλινική. Πόσο απέχουμε άραγε και εμείς από ένα τέτοιο ξέσπασμα; Δεν το γνωρίζω.

Οι βουλευτικές εκλογές: το σχόλιό μου: 5 κόμματα στη βουλή είναι ένα θετικό γεγονός. Αν δεν είχε και αυτοδυναμία ένα από αυτά θα ήταν καλύτερα, να είχαμε συσπείρωση και να φοβότανε κανείς να πάρει αποφάσεις που δε συμφέρουν το λαό. Αν ,δε, υπήρχε η απλή αναλογική, τα πράγματα θα ήταν ακόμα καλύτερα. Ήμουν γραμματέας της εφορευτικής επιτροπής. Ήταν ευχάριστο. Τα τραγικά συμβάντα ήταν ένας παππούς 92 χρονών που είχε έρθει με κέφι, καλλωπισμένος, για να κάνει το καθήκον του ως πολίτης. Αφού μας ανακοίνωσε ότι ψήφισε πρώτη φορά το '34, πήρε τα ψηφοδέλτια και μπήκε στο παραβάν. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά και μερικοί ακόμα ψηφοφόροι, βγήκε από το παραβάν, και παραπονέθηκε ότι δεν του δώσαμε όλα τα ψηφοδέλτια. Αφού του τα ξαναδώσαμε όλα, έπειτα από περαιτέρω μελέτη, μας δήλωσε ότι οι άνθρωποι για τους οποίους θέλει να ψηφίσει δε βρίσκονταν στα ψηφοδέλτια. Ανάθεμα. Ανακαλύπτουμε πως βρίσκονται στη Β' Αθηνών και ο παππούς ψηφίζει στην Α', όπου ήμουν γραμματεύς. Του το εξηγούμε. Μας δηλώνει ότι θέλει να ψηφίσει γι' αυτούς. Από εκεί και πέρα για 20 λεπτά επαναλαμβάνεται η ίδια συζήτηση. Ο παππούς έχει κολλήσει. Τα κόμματα αποφασίζουν να προσπαθήσουν να τον ψαρέψουν για την ψήφο του. Τον παίρνουν παράμερα. Αφού καταλαβαίνουν ότι δε θα τους ρίξει ψήφο, τον κατεβάζουν στο ισόγειο, τον παραδίδουν σε έναν αστυνομικό και φεύγουν. Δεν περνάνε πέντε λεπτά, να τος πάλι ο παππούς, σχεδόν κλαμένος. «Παλέψαμε για να έχουμε, για να έχετε, αυτό το δικαίωμα και υποχρέωση», μας λεει, «και εσείς μου το στερείτε;» Τα μάτια του είχαν τόση απογοήτευση που ακόμα με βασανίζουν. Τελικώς ψήφισε, όπως του εξηγούσαμε τόση ώρα, το κόμμα στο οποίο βρίσκονταν οι υποψήφιοι που ήθελε». Αυτό το περιστατικό με έκανε να λυπηθώ.

Το άλλο γεγονός ήταν η κυρία που έκανε φασαρία επειδή ήθελε να διαγράψουμε τη μάνα της από τους εκλογικούς καταλόγους, αφού είχε πια πεθάνει. Το ζήτημα είναι ότι δεν ήταν στους εκλογικούς καταλόγους. Της το είπα, ψήφισε και μετά από δύο ώρες γύρισε με το ίδιο αίτημα. Ζήτησε να δει τον εκλογικό κατάλογο. (Παρένθεση: στους εκλογικούς καταλόγους διέγραφα τα άτομα που ψήφιζαν με διαφορετικό χρώμα την κάθε πενήνταδα. Την κυρία έτυχε να την διαγράψω στην πενηντάδα ανάμεσα στο 350 με 400 με μολύβι.) Κοιτάει λοιπόν τον κατάλογο και ρωτάει: «Γιατί δε διαγράψατε τη μάνα μου;», «Μα αφού η μάνα σας δεν είναι στον κατάλογο...» ,«Α». Παύση. Έπειτα, νευριασμένη: «Γιατί με διαγράψατε με μολύβι;». Της εξηγώ. «Δείξτε μου άλλους που τους διαγράψατε με μολύβι» (υπήρχαν άλλα 3 άτομα στην ίδια σελίδα, αλλά της δείχνω άλλα δύο - τρία σε άλλες σελίδες. Έφυγε μουρμουρίζοντας κάτι για παλιομαλάκες που με διαγράφουν με μολύβι. Αυτό το περιστατικό δεν το σχολιάζω... Τέλος πάντων, απογοητεύομαι από την ψήφο των πολιτών, αλλά ce qui est fait, est fait.

Κατά τα άλλα όλα μέτρια. Όλοι σχεδόν φεύγουν, ο ένας μετά τον άλλο και διανύουν αποστάσεις. Αγγλία, ορεινή Αχαΐα, Λουξεμβούργο και αλλού. Μένω πίσω να αναρωτιέμαι τι πάει στραβά...

Γενικά νιώθω πως ένα μεγάλο μέρος της αθωότητάς μου φεύγει. Απογοητεύομαι με τη ζωή μου. Το μέλλον μου. Αγχώνομαι. Δεν ξέρω τι θέλω να κάνω και δεν είμαι σίγουρος πως θα το μάθω ποτέ. Απασχολούμαι με τη θνησιμότητά μας, το πόσο εύκολα μπορεί να πεθάνει, να χαθεί ένα άτομο που θεωρεί κανείς δεδομένο. Αναρωτιέμαι γενικώς. Στο τέλος οι σκέψεις με κουράζουν και σταματάω. Μέχρι την επόμενη φορά που πρέπει να προβληματιστώ, που τελευταία δεν απέχει παρά ελάχιστα από την προηγούμενή της.

Sunday, September 02, 2007

Πώς σταμάτησε η μίρλα.

Για πολλούς λόγους τελευταία πάω από το υπερχαρούμενο στο υπερλυπημένο... και πάλι πίσω. Χτες το βράδυ ας πούμε που ήμουν λυπημένος έκατσα στον υπολογιστή μου και χάζευα στο διαδίκτυο. Στην κορύφωση της λύπης μου πάτησα το stumble ( κουμπάκι από τη γραμμή εργαλείων που προσφέρει το stumble upon). Εκεί βρήκα τη λύση στο πρόβλημά μου!!!