Monday, May 18, 2015

Χόρτος (Μέρος πρώτο)

Θέλω να σου δείξω κάτι. Περίμενε. Πρέπει πρώτα να το θυμηθώ καλά.

Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Ο αέρας τόσο ανύπαρκτος που η ανάσα, το βουητό των εντόμων, η σταγόνα ιδρώτα που κυλάει στη πλάτη σου πριν σμίξει με το μαγιό, κινήσεις ελάχιστες μοιάζουν απομονωμένες και ξέχωρες. Ίσως απλά να το έζησα έτσι.

Ο δρόμος που πάει από το χωριό στο μπαρ ανηφορίζει για λίγο. Περπατάς και η άσφαλτος ζεματάει. Αρκετά για να νιώθεις τις πλαστικές σόλες απ΄τις παντόφλες σου να μαλακώνουν και θέλουν να κολλήσουν στη πίσσα. Πιο πέρα ξέρεις ότι θα στρίψετε αριστερά, θα πάψει η άσφαλτος. Το χώμα θα καίει λίγο λιγότερο.

Οι ελιές, σαν να βγήκαν από άσπρες, ξεθωριασμένες φωτογραφίες, στέκονται ακίνητες από τις δυό πλευρές του μονοπατιού. Από τον κορμό μιας ακούγεται βραχνιασμένη και  μουσική. Σαν προσπεράσετε το δέντρο βλέπεις το ηχείο, κρυμμένο σε μια κουφάλα της ελιάς. Περπατάς ανάμεσα στις αδύναμες σκιές και στις εκρηκτικές πιτσιλιές φωτός.

Η πετσέτα είναι τραχιά στη πλάτη σου. Ακολουθείς ή ηγείσαι το τσούρμο έφηβων προς την Κασαμπλάνκα - το μπαρ, το στέκι σας κοντά στη παραλία. Το ηχείο στην ελιά είναι του μπαρ. Όσο πλησιάζετε τόσο ξεβραχνιάζουν τα ηχεία. Ένας τραγουδιστής αναζητάει στα εγγλέζικα μια κοπέλα με πλυντήριο. Σου φαίνεται ποιητικότατο. Κι εσύ αναζητάς κοπέλα.

Στο τσούρμο είσαι τσιμπημένος με όλες και καμία. Αλλά κάνει τόση ζέστη που δεν έχει νόημα να σκέφτεσαι. Φτάνετε στο μπαρ. Ο κοινός εορτασμός του θριάμβου σας εξατμίζεται σαν το νερό που έχει ποτίσει η ιδιοκτήτρια στο πετροσπαρμένο τσιμέντο της αυλής. Παραδίνεστε στη ζέστη.

Η ιδιοκτήτρια είναι ξένη. Γαλλίδα. Πως βρέθηκε σε αυτό το ελληνικό χωριό, να έχει ένα μπαρ στολισμένο σαν να βγήκε από την επώνυμη ταινία, δε ξέρεις ή ίσως ξέρεις και εγώ πια δε θυμάμαι. Όλα αυτά γίναν κάποτε, εξάλλου.

Οι άλλοι παραγγέλνουν χυμούς και καφέδες. Μερικές τολμάνε το παγωτό. Αφήνεις την πετσέτα, κατεβαίνεις μέχρι την παραλία.

Άλλες χρονιές ήσασταν στην προκυμαία τα μεσημέρια. 

Αλλά ήσασταν παιδιά τότε. Ή ίσως εσύ ήσουν παιδί. Η αποβάθρα ήταν χτισμένη σε πυλώνες και ένα κομμάτι της ήταν περίεργα χτισμένο: από τη στεριά φαινόταν συμπαγής. Με μια βουτιά όμως περνούσες από κάτω και βρισκόσουν μέσα σε μια τεχνητή σπηλιά όπου είδες την Άρτεμις να φιλάει κάποιον που θα έφευγε την επόμενη μέρα. Ήσασταν παιδιά. Ή μάλλον ήσουν, περνώντας τις μέρες σου διαβάζοντας Dune του Frank Herbert, βουτώντας από την αποβάθρα, μετρώντας τα όνειρα και τις μέρες μέχρι να φιληθείς και εσύ.

Η χρονιά πέρασε σαν όνειρο αλλά χωρίς φιλιά και βρέθηκες στην παραλία.

Τα βότσαλα υπομένουν βαριεστημένα το ήλιο. Μερικοί παραθεριστές κάθονται κάτω από την ομπρέλα τους ή κάτω από τα λίγα παραθαλάσσια δέντρα. Οι παντόφλες που πριν κολλούσαν στην άσφαλτο τώρα αρνούνται πεισματικά να σταθούν εκεί που θες. Η φτέρνα σου ακουμπάει τις τσουχτερές αμβλείες πέτρες και σαν τρομοκρατημένος πίθηκος παρατάς τα πάντα, εκτινάσσεσαι, προτρέχεις και πέφτεις ηχηρά και άκομψα στο νερό.

Η πρώτη σου αίσθηση δεν είναι αυτή του κρύου αλλά της πίεσης, της σύσσωμης αγκαλιάς με το υγρό στοιχείο. Κλάσματα δευτερολέπτου και εκφωνείς, καθώς to σώμα σου αντιδράει στην απότομη αλλαγή θερμοκρασίας.

Η όλη σου ηχηρή παρεμβολή διαρκεί δευτερόλεπτα και για λίγο τα έντομα σιωπούν. Κολυμπάς μέχρι το πλοίο που είναι δεμένο στα ανοιχτά. Πιάνεσαι από την άκρη του και κρέμεσαι στην ελαφριά σκιά που σου προσφέρει.


Tuesday, May 12, 2015

The Ugly side

The façade, so solid, of my persona cracks. Is that a slight blemish? Is that a smudge?

How horrid you feel, how wretched and even worse unsurprised.

You have been rotting your brain away, aimlessly playing, aimlessly perusing things to escape, to flee.

You have been sitting in darkness, getting used to it, easing your way into the dimness, familiarizing your eyes to the shadows, acquiring a taste for silence.

And when, suddenly the spotlight shines upon the other, your friend, when he succeeds your eyes tear up.

You are not a good friend. Yes happiness for them, a fleeting thing.

But then you recall that it could be YOU. A potential version of you that did not loose hope, interest and motivation. That did not choose to live in compromise.

A version that was spotaneous.

What are your days made of? Nothing. Darkness perhaps.
And the light shines, and the friend basks in it, and radiates.
And all you can do is turn your head around, your darkness-accustomed eyes half-blinded by their glow and face the grit, the mould, the fester and the rot that line every corner of your persona.

You end up writing a post about it like a fucking teenager, then realise you are criticising teenagers and who you once were and then an elephant explodes in your ear-hole and the world is purple.

In conclusion:
Sometimes you feel like shit because others don't.
You are an egocentric apathetic person and a disgrace by own standards.

They then all went on to live a life and die.