Sunday, December 16, 2018

Στο μεταίχμιο.

Είναι περίεργο να φτάνεις τα τριάντα, να τα περνάς σα σίφουνας και να θυμάσαι ακόμα το χρώμα από το παιδικό δωμάτιό σου όπου έμενες όταν ήσουνα μωρό.
Τι νέα; Πως είστε; Καιρό έχω να γράψω κάτι εδώ.
Ή μάλλον ψεύδομαι. Γράφω και δεν ανεβάζω.
Στο τραίνο προς μια άλλη χώρα, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε.
Είχα πει -ποτέ ξανά.
Κι όμως, ξανά στα ξένα.
Κατάπια κουβέντες και κράτησα πορεία.
Η μετάνοια της μετάνοιας.
Ω μετάνοια;

Τα λάθη σα φαντάσματα ξεπροβάλλουν από το χιονισμένο τοπίο.
Ο αγενής, θορυβώδης και δύσοσμος συνεπιβάτης κοιμήθηκε επιτέλους. Τα δυο ζευγάρια γυαλιά του αφημένα στο τραπέζι, το κινητό του επιτέλους ανέγγιχτο. Φτάνουμε Στρασβούργο.

Ο δρόμος για το Gottingen καλά κρατεί.
Αναρωτιέσαι για όλες τις φορές που υπέπεσες σε πράξεις που μοχθείς.
Απάτησες. Τον εαυτό σου; Τους άλλους;
Πόσες να ήτανε οι φορές;

Πολλές.

Πως να δικαιολογήσεις τς υψηλές σου απαιτήσεις;

Σαν τον ήρωα του One Punch Man  έχεις φτάσει το απόγειο της δύναμής σου, τη θεωρητική πληρότητα, και όμως όσο γεμίζεις τόσο πιο άδειος νιώθεις.

Διακόσια πράγματα αφημένα μισά.

Παιδί μιας μεσαίας τάξης, γιατί πίστεψες ότι υπάρχει η μεσαία τάξη;

Το χιόνι έξω απάνθρωπα λευκό, κρύο και υγρό.
Υψηλό αλμπέντο, και αργό πότισμα, ελπίδα φρούδα για ένα κλήμα φυσιολογικό.

Δε κοιμάμαι τα βράδια, αγναντεύοντας τον θάνατο.
Δεν είμαι καλά, αλλά είμαι εδώ.