Thursday, November 23, 2006

καμπουυυυυυυυυυυυυμ

Θα μου άρεσε να ζούσα μια ζωή με προβλήματα. Νομίζω πως η τελειότητα μιας ζωής κρύβεται μέσα στην επιβίωση πέρα της αντιξοότητας. Και για να υπερνικήσεις κάτι πρέπει αυτό το κάτι να υπάρχει.

Οι προηγούμενοι μας από τη μικρή μας ηλικία μας πιπιλίζουν τον εγκέφαλο με ιδανικά της εποχής τους και τις δύσκολες, αλλά όμορφες στιγμές που περνούσαν εκείνα τα χρόνια. Κάθε πέρσι και καλύτερα.

Όμως αυτό δεν είναι το χαρακτηριστικό όλων των γενεών; Οι πρεσβύτεροι εξιδανικεύουν τα νιάτα τους, εμείς εξιδανικεύουμε τις ιστορίες τους, και αν δεν ζήσουμε κάτι τις αντίστοιχης τάξης, δεν πληρούμε τις προσδοκίες που μας έχουν δημιουργηθεί.

Και εμείς στα παιδιά μας –όσοι αποφασίσουμε ότι αξίζει να διαιωνίσουμε το ανθρώπινο είδος- θα λέμε για τα εφηβικά μας χρόνια, για τις ωραίες στιγμές μας.

Και αυτά θα βλέπουν ότι ο κόσμος δεν είναι όπως τους τον περιγράψαμε, γιατί πλέον αλλάζει τόσο από γενιά σε γενιά όσο ποτέ άλλοτε, και νοσταλγία και κατάθλιψη θα επικρατούν.

Το περίεργο όμως είναι ότι ο ορισμός της νοσταλγίας είναι ο εξής:

νόστος (=επιστροφή) + άλγος (=πόνος). Είναι δηλαδή ο πόνος που προκαλείται από την ανικανοποίητη λαχτάρα του γυρισμού.

(wikipedia)

Αλλά πώς να γυρίσεις κάπου που δεν ήσουν ποτέ; Στο παρελθόν δε ζήσαμε, και άρα δε γνωρίζουμε. Κι όμως. Όταν τα πράγματα εξελίσσονται υπερβολικά γρήγορα είναι σαν μια απότομη έκρηξη: πρώτα φεύγει ο αέρας από το σημείο της έκρηξης, και έπειτα πρέπει να γυρίσει πίσω. Όσο πιο γρήγορα αναπτυσσόμαστε τεχνολογικά και σπρώχνουμε την κοινωνία προς κατευθύνσεις που θα αργούσε να πάει, τόσο πιο έντονα αυτή αντιδρά και πιο πίσω γυρνάει.

Tuesday, November 21, 2006

Κενό έμπνευσης.

Σας έχει συμβεί ώ αναγνώστες;

(πόσο μου αρέσει η κλιτική)

Θα μου πείτε μερικοί από εμάς δε γράφουμε ποτέ.

(Μάλλον εννοείτε ότι δε γράφετε για την ευχαρίστηση του να γράφεις)

Ναι αλλά οι περισσότεροι από εσάς έχετε και βλογ.

(Οπότε γενικά είναι ασφαλές να υποθέσω ότι παθαίνετε κενά έμπνευσης)

Αλήθεια, ποιος δεν τα παθαίνει;

(Πέρα από τον μακαρίτη τον Frank Herbert και μερικούς σεναριογράφους)

Για να γράψεις πρέπει να έχεις κάτι να πεις. Αλλιώς είτε γράφεις βλακείες, είτε σταματάς να γράφεις.

(Πόσα είναι τα βλογ φίλων που κείτονται νεκρά να κοσμούν το διαδίκτυο, σαν φόρο τιμής σε μια έμπνευση που στέρεψε;)

Εμένα το κίνητρό μου συνήθως είναι η δυστυχία. Κάτι πρέπει να μου πηγαίνει κακά. Έστω και λίγο.

(Δηλαδή τόσο καιρό όλα πήγαιναν καλά; Τώρα δεν πάνε;)

Ναι ρε συ, συγγραφέα των παρενθέσεων που χαίρουν ρόλο αντίλογου, όλα ήταν καλά.

(Ναι καλά. Άσε που δεν απάντησε για το τώρα.)

Ρε, σοβαρέψου θα με περάσουν για διχασμένη προσωπικότητα.

(Αυτό είναι που δεν πάει καλά;)

Όχι, απλά είμαι άρρωστος. Και πριν ρωτήσεις, όχι δεν ψοφάω, κρύωμα έχω.

(Αχα. Ναι. Και ένα κρύωμα ήταν αρκετό για να ξαναρχίσεις να γράφεις...)

Εμ... ναι;

(Δηλαδή σα γειάνεις θα σταματήσεις να γράφεις;)

Ελπίζω πως όχι, αλλά είναι πιθανό. Δεν παίζει όμως να μη με απασχολήσουν πράγματα και να μη χρειάζομαι να τα εξωτερικεύσω.

(Μάλιστα. Έχεις παρατηρήσει ότι το γειάνεις και το Γιάννης ακούγονται το ίδιο;)

Ναι. Και το ότι το φίλε στα greeklish γράφεται file, αλλά δεν καθορίζει τι είδους αρχείο.

(Τέλος πάντων. Το όλο μήνυμα καταντάει χαζό. Καλώς γύρισες.)

Καλώς με βρήκα.

Κοσμογονια

Από πάντα ο άνθρωπος πίστευε. Σε κάποιον θεό με κάθε φορά άλλο προσωπείο. Στην αρχή του χρόνου, που στην ουσία δεν άρχισε ποτέ και ταυτόχρονα άρχισε όταν άρχισε η παρατήρηση του χρόνου, η ζωή, στην αρχή του χρόνου υπήρχε ήδη ο Θεός. Ο Θεός μέσα στο τίποτα. Η απόλυτη βαρεμάρα. Παντελής έλλειψη πληροφοριών αφού δεν υπήρχε τίποτα να τον πληροφορήσει. Στην απέραντη βαρεμάρα του ο Θεός είχε χρόνο να υποθέσει. Και καθώς κάθε υπόθεση που έκανε κρινόταν από τον ίδιο μόνο, αρκούσε να πιστέψει πραγματικά την υπόθεσή του ώστε αυτή να ισχύσει. Αν όλοι πίστευαν το ίδιο πράγμα για κάτι χωρίς να υπάρχει πιθανότητα για αμφισβήτηση, αυτό το κάτι δεν θα ίσχυε από μόνο του; Αυτό συνέβη και με τον Θεό. Πώς θα ήταν αν υπήρχε ύλη; Και ιδού! Ύλη. Αλλά η ύλη συνεχίζει να υπάρχει με το άυλο. Και η ύλη υπήρξε αιώνια, αμετάβλητη, δίχως χρόνο, δίχως φθορά από το χρόνο. Και ο θεός αμέτρητες φορές την κοίταξε διασκορπισμένη, δίχως σχήμα καθορισμένο, ομοιόμορφη παντού. Και ο θεός υπέθεσε ότι θα μπορούσαν να αλληλεπιδρούν όλα μεταξύ τους. Αλλά καθώς δεν υπήρχε χρόνος δεν έρχονταν η μεταβολή. Έτσι ο θεός αποφάσισε να έχει η ύλη την μορφή ενέργειας και μάζας, κλεισμένα στο άπειρο, το οποίο με τη σειρά του θα είναι κλεισμένο σε μία άπειρη αλληλουχία χρονικών στιγμών. Και για χρόνια δίχως θύμηση ο θεός παρατηρούσε τη διαφορετικότητα, την ποικιλία του κόσμου. Με τους κανόνες που έθεσε, ο κόσμος άλλαξε. Πλανήτες δημιουργήθηκαν. Άστρα, μαύρες τρύπες, αστρικά φαινόμενα. Όμορφα και ενδιαφέροντα. Ο θεός σταμάτησε να βαριέται για πολύ καιρό. Όμως κάποια στιγμή τα κατάλαβε όλα και κουράστηκε. Οι υποθέσεις που είχε θέσει και ίσχυαν στον υλικό κόσμο ήταν πλέον αμετάβλητες, όμως σκέφτηκε κάτι καινούργιο: υπέθεσε ότι μπορεί να υπάρξει ύλη που, χρησιμοποιώντας την υπόλοιπη ύλη και τους κανόνες που μέσω αυθυποβολής είχε θέσει ο θεός, να αναπαράγεται, να κινείται και να επηρεάζει τον κόσμο. Υπέθεσε ύλη που να μπορεί να κάνει βασικές υποθέσεις. Και όντως στον απέραντο κόσμο που δημιούργησε, υπήρχαν μέρη που οι συνθήκες που επέβαλαν οι χωροχρονικοί κανόνες μπορούσαν να συγκρατήσουν τη ζωή, χωρίς αυτή να τους παραβιάζει. Με τα χρόνια εξέλιξης και μικρών υποθέσεων των πρώτων αντιγραφών του αρχικού κυττάρου, άρχισε ο αγώνας της εξέλιξης. Πλαγκτόν, αμοιβάδες, οστρακοειδή, ψάρια, σαύρες, δεινόσαυροι. Εκεί κάπου, ενώ είχε αρχίσει το ζήτημα να αποκτάει ενδιαφέρον, ένας κομήτης πέρασε στο διάστημα, και έπεσε στη Γη. Ο Θεός δεν μπόρεσε να το αποτρέψει. Και έτσι, η ζωή καθυστέρησε και τα θηλαστικά επικράτησαν. Και κάπου εδώ ερχόμαστε στον άνθρωπο. Δεν παρατηρεί απλά τους κανόνες αλλά αρχίζει και κάνει υποθέσεις. Και πάνω απ’ όλα το «Γιατί;». Κοίταζε τον ουρανό και κάθε όριο του και προσπαθούσε να το κατανοήσει. Από φόβο και περιέργεια. Αλλά με τον άνθρωπο ο θεός πραγματικά εντυπωσιάστηκε. Ένα ακόμα πλάσμα που μπορούσε να κάνει υποθέσεις. Βεβαίως καμία υπόθεση δεν θα ήταν τόσο ισχυρή όσο αυτές του Θεού, καθώς το βάρος της παρατήρησής του ήταν πιο μεγάλο από αυτό των ανθρώπων. Για το λόγο αυτό απόψεις που ήταν λανθασμένες αλλά τις πίστευαν όλοι οι άνθρωποι δεν ίσχυαν γιατί ο θεός ήταν μια πιο ισχυρή θέληση, μια πιο ισχυρή συνείδηση. Π.χ. οι άνθρωποι από τη λάθος παρατήρηση του ουρανού, πίστευαν ότι η Γη είναι επίπεδη. Ο θεός πίστευε ότι ισχύουν οι αρχικοί νόμοι και άρα λόγο εντροπίας και άλλων φυσικών νόμων η Γη θα ήταν σφαιρική, πεπατημένη στους πόλους. Η πίστη των ανθρώπων δεν ήταν αρκετή να υπερνικήσουν τις βασικές αρχές που έθεσε ο Θεός, καθώς υπήρχαν αιώνια και ήταν βαθιές πεποίθησης μιας ανώτερης συνείδησης. Και έτσι ήταν όλα για πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι παρατηρούσαν και έκαναν υποθέσεις, και όσες δεν ήταν υπερβολικές και ήταν σύμφωνες με τον θεό έμεναν. Υπέθεσαν το Θεό, και αυτός θεώρησε την κάθε υπόθεση ωραία και διασπάστηκε η ύπαρξή του σε πολλές προσωπικότητες, όλες μέρος της αρχικής. Τα παραδείγματα ποικίλουν.

Αλλά οι άνθρωποι σταδιακά αυξήθηκαν, και στην ανύπαρκτη ζυγαριά που μετράει τη θέληση και καθορίζει τον κόσμο, το βάρος άρχισε να αυξάνεται σταδιακά από την μεριά των ανθρώπων. Όλο και πιο πολλοί υπάρχουν, με όλο και πιο ακριβείς παρατηρήσεις που τους επιτρέπουν υποθέσεις πιο κοντά στις αρχικές του Θεού. Και έτσι η κοσμική συνείδηση βρήκε μέσα στην βαρεμάρα αντίπαλο και προστάτη. Άθεους που τον απορρίπτουν και πιστούς που τον ενισχύουν πέρα από του ίδιους του τους νόμους. Και το σύμπαν ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, μέσα στο άυλο, και ο θεός ανθρωπομορφισμένος από τις αμέτρητες υποθέσεις μάς χαμογελάει περιμένοντας μια αιωνιότητα μέχρι να βαρεθεί, για να υποθέσει κάτι που δεν έχουμε σκεφτεί.