Monday, February 17, 2014

Μέρες του 14

Ένα όνομα γυρνάει ξανά και ξανά μες το νου μου, φάντασμα μιας παλιά θύμησης ξεθωριασμένης.
Το όνομα, ξανά και ξανά κι ας μη σημαίνει πλέον τίποτα.

Τις νύχτες κοιμάμαι με συντροφιά. Ένα χρόνο τώρα, όταν ο ύπνος με παρατάει -σπάνιο φαινόμενο πλέον- βρίσκομαι μέσα σε ένα σώμα το οποίο, εικάζω, πρέπει να είναι το δικό μου. Δίπλα στο σώμα μου κοιμάται, τυλιγμένη εν μέρη, ξεσκέπαστη εν μέρη, η Σαμπρίνα.

Την αποζητώ, την αγκαλιάζω και ξανακοιμάμαι. Το σώμα μου της πιέζει τα πνευμόνια και με μεταθέτει, μια σπρωξιά, μια στροφή της λεκάνης της, προς τη δική μου πλευρά. Θα ξαναξυπνίσω και θα επαναλάβουμε την όλη χορογραφία.

Οι μέρες κυλάνε. Στην δική μου Οδύσσεια δεν είμαι καν Οδυσσέας.
Λωτοί οι σύνδεσμοι στο διαδίκτυο και οι αναμνήσεις. Τους μασάω και χάνομαι.
Πηδάω στον χρόνο.

Θυμάμαι το κρεβάτι μου, στην Αθήνα, στο δωμάτιο όπου πέρασα τις περισσότερες ώρες της ζωής μου μέχρι τώρα. Ακουμπούσα στον τοίχο την πλάτη μου.
Τον χειμώνα το πάπλωμα με μόνωνε από το κρύο ντουβάρι. Το καλοκαίρι, με τον ιδρώτα να κυλάει από τους πόρους μου, για λίγο ο τοίχος με δρόσιζε. Αν ήμουν τυχερός προλάβαινα να αποκοιμηθώ.
Μα πάνω απ'όλα ο τοίχος έδινε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, αγκαλιάς ίσως.

Σε εκείνο το κρεβάτι, στο οποίο άφηνα μικρός, στο πίσω μέρος του προσκεφάλιου, τα κακάδια από την μύτη μου, και αργότερα το έφηβο σπέρμα της πρωινής και της βραδινής μαλακίας. Σε εκείνο το κρεβάτι όπου διάβαζα κάθε βράδυ με τις ώρες, απορροφημένος σε κόσμους από χαρτί και μελάνι, μάθαινα, λανθασμένα, ότι ο κόσμος διέπεται πρώτα απ'όλα από κανόνες αφηγηματικούς. Ότι υπάρχουν ήρωες και πεπρωμένα.

Σε εκείνο το κρεβάτι όπου μια βραδιά πριν κοιμηθώ σκέφτηκα ότι θα πέσω για ύπνο κάποια στιγμή και θα είμαι πιο ηλικιωμένος. Και αυτό θα συμβεί ξανά και ξανά, αυτή η σκέψη, και αυτός ο φόβος. Ανάμεσα σε δύο φορές που θα έχω αυτήν την σκέψη, θα έχουν περάσει μήνες, χρόνια, χαρές και λύπες και τίποτα απ'όλα αυτά δε θα έχει αποτρέψει την σκέψη μου από το να γυρνάει στην ιδέα αυτή: λίγο πριν κοιμηθώ, σε λίγα χρόνια, θα σκεφτώ τα ίδια πράγματα, θα αναρωτηθώ για τον θάνατο, ενώ σταδιακά το σώμα μου θα με αφήνει.

Οι άνθρωποι που ζούνε βαθιά αλλά και ικανοποιητικά γεράματα είναι αυτοί που εξερευνούν τα πάθη τους όλη τους την ζωή. Δε χάνουν την ώθηση να μάθουν νέα πράγματα, όχι από φόβο ενός εγκέφαλου που αποσυντίθεται αλλά απλά επειδή τους αρέσει.

Η μπαλάφρα παραμένει στο μέρος της καρδιάς, πολυπλέκει τον έρωτα.
Βρίσκομαι μια χρονιά τώρα αντιμέτωπος με το ιδεατό μου και την ευθύνη του ενήλικα.
Ο τελευταίος χρόνος μοιάζει με παύση, χωρίς αυτή να είναι πραγματική διακοπή.
Η ψυχανάλυση τελείωσε, έμεινα άνεργος, ξαναβρήκα δουλειά.
Οφείλω να επενδύσω δυνάμεις και χρόνο και παρουσία, σε τέλη, υποχρεώσεις και εργασία αν θέλω να συνεχίσω να έχω μια "καλή" ζωή.
Αρχίζω και κινούμαι απλά για να κινηθώ. Τα πάντα είναι μουδιασμένα. Προς τα που; Δε ξέρω.
Θέλω να θέλω να μάθω νέα γλώσσα.
Θέλω να θέλω να μάθω νέα επιστήμη.
Είμαι ερωτευμένος με την ιδέα του να είμαι ερωτευμένος.

Θα έπρεπε να καταφέρω να δω την ζωή μου με κάποια απόσταση και να αποφασίσω, μα ζω εντός και επί τ'αυτά.

Ο μετέφηβος μέσα μου μουρμουρίζει ξανά το όνομα.
Ο έφηβος αυνανίζεται.
Το παιδί κάνει αγκαλιές και αγάπες.

Και εγώ, όλα αυτά τα άτομα, λίγο πριν κοιμηθώ συλλογίζομαι ότι θα ξυπνήσω μια μέρα και πριν κοιμηθώ, θα είμαι κατίντα χρονών, θα θυμηθώ το συλλογισμό μου αυτό, και θα χαχανίσω. Σιγά, γιατί αλλιώς θα με πονέσουν τα αρθριτικά μου.

No comments: