Friday, May 29, 2009

Ο Γέρος.

Ο Γέρος, όσα χρόνια τον θυμάμαι, έσπρωχνε με κόπο το καρότσι του, περνώντας μπροστά από τη πολυκατοικία μας. Κάποτε, εκεί που σήμερα είναι τα νέα σχολικά συγκροτήματα, ήταν τα χωράφια του. Ζούσε εκεί κι ας μην του άνηκε, σύμφωνα με τους νόμους, η Γη κάτω από τα πόδια του. Αυτός ζούσε στην ξύλινη καλύβα του, καλλιεργούσε τα λαχανικά του, έβοσκε τα γίδια του. Τις ημέρες που υπήρχε λαϊκή κάπου κοντά, έσπρωχνε το κάρο του, την ώρα που οι πωλητές σχολούσαν για τα σπίτια τους, και πριν περάσει ο δήμος μάζευε όσα ζαρζαβατικά είχαν περισσέψει. Η λαϊκή συνεχίζει να υπάρχει, αλλά τα χωράφια έχουν προ πολλού χαθεί από τον Άγιο Δημήτριο, την νέα αστική ζούγκλα του Μπραχαμίου.
Όσο μεγάλωνα, αυτός μίκραινε. Ξέρω ότι αυτή η αντίληψή μου για την διαφορά μεγέθους μας ήταν ψευδής. Αλλά παρ΄όλα αυτά ένιωθα πάντα λύπη για τον καημένο άνθρωπο, που έσπρωχνε, με βροχή ή με ήλιο το καρότσι του στην ανηφόρα μπροστά στην πολυκατοικία μου.
Όταν τελείωσα το λύκειο με περίμενε μια πρωτόγνωρη περίοδος ρεμβάσματος. Δεν είχα υπολογιστή στο δωμάτιό μου, δεν είχα άλλα βιβλία να διαβάσω. Πήγαινα γυμναστήριο, σε ένα παρακμιακό γυμναστήριο στη γειτονιά. Και αυτό πλέον κατοικεί στις αναμνήσεις μου καθώς έκλεισε, αλλά στον χωρίς κλιματισμό χώρο του γυμναζόμουν για πολλές ώρες την ημέρα, με αφόρητη ζέστη.
Μια μέρα γυρνώντας από το γυμναστήριο, ιδρωμένος και κουρασμένος, αντίκρισα τον γέρο.
Ήταν σταματημένος πίσω από το καρότσι του και κοιτούσε την ανηφόρα που άρχιζε μπρος στο σπίτι μου.
Δεν θυμάμαι τι του είπα. πάντως αποφάσισα μα σπρώξω για λίγο εγώ το καρότσι του. Η ατμόσφαιρα ήταν στεγνή και δεν μου φάνηκε ποτέ τόσο κουραστικό κάτι.
Και φοβάμαι ότι ποτέ δεν θα κάνω κάτι το οποίο θα με κάνει να νιώσω τόσο καλά με τον εαυτό μου.

Τον Γέρο τον βοήθησα κι άλλες φορές εκείνο το καλοκαίρι. Λίγη βοήθεια, και λίγη παρέα και το χαμόγελο που είχε στα ζαρωμένα χείλη του ήταν ευτυχισμένο. Θα έχει πεθάνει από τότε φαντάζομαι, δεν ξέρω. Δεν τον ξαναείδα τα επόμενα χρόνια. Στο νου μου ζει, σπρώχνοντας το καρότσι του στην ανηφόρα, όπως o Σίσυφος την πέτρα του, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, φτωχά, σπρώχνουν την ζωή τους μέρα με τη μέρα.

2 comments:

Anonymous said...

Αυτό το ποστ σου μου άρεσε πάρα πολύ. Το βρήκα ποιητικό και ταυτόχρονα σκονισμένο. Πως γίνεται να είναι σκονισμένο; Δεν ξέρω. Αλλά μ' αρέσει

Φωτεινή said...

Κι εμένα μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το post, με κατασυγκίνησε. Νομίζω ξέχασα να στο πω αλλά ένα απόγευμα, ένα από αυτά που έπρεπε να γράφω τη διπλωματική μου, μπήκα πρώτη φορά στο μπλοκ σου και το διάβασα σχεδόν όλο.Εντάξει υπερβάλλω αλλά διάβαζα για ώρες. Ξέχασα να στο πω. Τώρα που νιώθω ότι έφυγες, κι ας έλειπες το ίδιο όσο ήσουν στην Τουλούζη, είπα να ξαναμπώ να μου κάνεις λίγη παρέα.

Να ξέρεις, είναι η πρώτη φορά που γράφω σχόλια σε μπλοκ.Μάλλον επειδή πρώτη φορά διαβάζω μπλοκ φίλου.