Friday, July 13, 2012

Μπουγάδα.

Ζέστη, αφόρητη ζέστη. Η Αθήνα τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια μοιάζει με φουρνάζι. Από τη στέγη της πολυκατοικίας, στο κέντρο, μπορείς να διακρίνεις ανάμεσα στις κεραίες και στους εκτυφλωτικούς ηλιακούς τα ανοδικά κύματα του αέρα που παραμορφώνουν την θέα. Η Ελπίδα έχει αφήσει την πόρτα της ταράτσας ανοιχτή, αυτήν την ζεματιστή πόρτα που μετά βίας κατάφερε να ξεκλειδώσει, τόσο που είχε λασκάρει στην κάσα της, τόσο που είχε φουσκώσει από τη θερμοκρασία η κλειδαριά.

Δεν άντεχε άλλο αυτή τη ζέστη.

Θυμάται για λίγο την καθηγήτρια Φυσικής της, την κυρία Ορφανή. "Γι' αυτό είχε τόση κακία αυτή η γυναίκα; επειδή δεν είχε γονείς;" αναδύονται από τη μνήμη της τα δήθεν πνευματώδη σχόλια των συμμαθητών της. Τι τράβηξε κι αυτή η γυναίκα, που το μόνο που ήθελε ήταν να τους μάθει τα ελατά και όλκιμα, την διαστολή και την συστολή.


Διαστολή, όπως η πόρτα και η κλειδαριά με τη θερμοκρασία.
Συστολή, όπως η οικονομία, το μέλλον της, τα δικαιώματα, τα όνειρα και οι ελευθερίες της.

Ακουμπάει την λεκάνη με την μπουγάδα πάνω σε μια καμινάδα και μαζεύει την σακούλα με τα μανταλάκια. Ο ιδρώτας της έχει κολλήσει τα μαλλιά στο σβέρκο, στο πρόσωπο. Οι σταγόνες κυλάνε για λίγο πάνω της και εξατμίζονται, αφήνοντας το αλάτι τους στο δέρμα.


Δεν άντεχε άλλο. Δεν άντεχε τους γονείς της. Από την επιστροφή στην γονική εστία κόντευε να πάθει αποπληξία. Να έχεις σπουδάσει, δουλέψει, και ξαφνικά εκεί που πετάς, σαν τον Ίκαρο με τα δικά σου φτερά, ο ήλιος έρχεται πιο κοντά και σου τα λιώνει, και τρως την κατρακύλα.

Σηκώνει με δυο δάχτυλα, ακουμπώντας το όσο λιγότερο γίνεται, το σώβρακο του πατέρα της, με το φαγωμένο λάστιχο και το ξεφτισμένο γκρι, πρώην μαύρο του χρώμα. Το αφήνει πάνω στο μεταλλικό σύρμα (ελατό το μέταλλο, μπορεί να τεντωθεί για να γίνει σύρμα, εμφανίζεται πάλι η κυρία Ορφανή με τα βαμμένα πλατίνα μαλλιά της) και το μανταλώνει.

Η θερμοκρασία είναι απαίσια, και δεν έχει λόγο μέσα στο λιοπύρι να απλώνει την μπουγάδα. Αλλά δεν άντεχε άλλο. Δεν άντεχε. Τα ροχαλητά του πατέρα της, τις υστερίες της μάνα της. Έβαλε πλυντήριο για να τους εμποδίσει να κοιμηθούν, αλλά το γαμίδι το μηχάνημα, που κρατάει περισσότερο από κομπρεσέρ παρά από πλυντήριο, απεβίωσε. Βρέθηκε να πλένει τα ρούχα όπως η γιαγιά της στα νιάτα της. Στο χέρι. Μπουγάδα.

Γέμισε τη λεκάνη με νερό και έτριβε. Το κρύο νερό θα κάνει καλό σκέφτηκε και, αν και η ζέστη ζαβλάκωνε όλο τον κόσμο, αυτή τουλάχιστον θα είχε δροσιά. Μα έτριβε με μίσος και οργή κάθε ρούχο, και ίδρωνε, και ζεσταινόταν, αλλά κάπως έπρεπε να φύγει από μέσα της η οργή.

Το σώβρακο του πατέρα ήταν το χειρότερο από όσα έπλυνε, και το πέρασε στο νερό τελευταίο και στα γρήγορα, κι ας το είχε βρει νωρίτερα. Τώρα στέκεται ακίνητο κάτω από τον ήλιο, στο σύρμα, στην ταράτσα, στην Αθήνα.

Σηκώνει το σεντόνι της και το τεντώνει και αυτό. Λίγος ιδρώτας πέφτει στο μάτι της, τυφλώνοντας την. Το φελέκι της μέσα. Διψάει, αλλά δε θα κατεβεί δυο ορόφους για ένα ποτήρι νερό. Δε θέλει να μπει στο σπίτι ούτως ή άλλως.

Η Ελπίδα παρατάει την μπουγάδα για λίγο και πάει μέχρι την άκρη της στέγης. Ο τοίχος κάθετος, διάσπαρτος με κουτιά των κλιματιστικών. Το δικό τους κλιματιστικό, που αγοράσανε προ δεκαετίας όταν γίνανε φτηνά, όταν όλοι είχαν ήδη αγοράσει και έπρεπε κάπως να ξοδευτεί η παραγωγή, το έχουν οι δική της στη κρεβατοκάμαρά τους. Εκπτώσεις και προσφορές για δύο στην τιμή του ενός υπήρχαν τότε, όταν αξιώθηκαν να το αγοράσουν, αλλά όπως είχε πει ο πατέρας της, να μη καλοβολευτούν τα παιδιά, να φύγουν καμιά ώρα από το σπίτι. Τουλάχιστον με την αφραγκία, δε το λειτουργούνε, αφού δε παίζουν λεφτά για ΔΕΗ... ας λιώσουν λίγο και αυτοί από την ζέστη. Από την ζέστη...

Από την ζέστη η Ελπίδα ζαλίζεται και πλησιάζει κι άλλο το χείλος της ταράτσας. Πόσο εύκολο να πέσει. Αλλά δεν πέφτει. Επιστρέφει στην μπουγάδα. Απλώνει και απλώνει και απλώνει. Ο ήλιος μια φλόγα. Ο ιδρώτας ποτάμι. Για λίγο δυο δάκρυα σμίγουν με τον ιδρώτα μα σύντομα, δε μπορείς να ξεχωρίσεις το αλάτι τους πάνω τη φανέλα της από αυτό που άφησε εκεί ο ιδρώτας.

1 comment:

stefanos said...

Απλά εξαιρετικό,δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν ήταν το κείμενο τόσο καλό ή το σκίτσο ,ειλικρινά είναι ότι καλύτερο έχεις γράψει (καλύτερο και απο το sobroken)