Tuesday, August 15, 2006

Η γενιά του βλόγ.

Ή αλλιώς βλογάμε τα γένια μας, όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια, και είμαστε ονειροπόλα παιδαρούδια που θέλουν κάπου να φωνάξουν αξίζω και δεν μπορούν.

Μην περάσετε την παραπάνω πρόταση – γιατί για πρόταση πρόκειται- στο ντούκου, έχει νόημα πέρα από το απίστευτο της χιούμορ.

Γιατί μιλάω για την γενιά αυτή, ιδέα δεν έχω. Θέλω να πω πως η ζωή μου είναι σκατά και τέλεια μαζί (ναι, κοπελιές merde et beaute πού λέγαμε) Άντε να μιλήσω πρώτα λίγο για αυτό.

Είμαι καταραμένος. Όταν γεννήθηκα και με βάλανε – όχι όχι έχω τόσο καιρό να γράψω και θέλω να πω τόσα πράγματα, πώς να διαλέξω;

Τη μία στιγμή είναι οι γυναίκες. Την άλλη πώς πέρασα το καλοκαίρι, κουραστικό ακόμα και όταν δεν δούλευα, την άλλη στιγμή απλά θέλω να σβήσω όλες αυτές τις προτάσεις που ακόμα δεν ξέρω αν θα διαβάσετε. Στροβιλίζομαι ανάμεσα σε αναμνήσεις ιδέες και συναισθήματα, πηδώντας αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να τις αποφύγω, ελπίζοντας ότι δε θα με συνθλίψουν με την δύναμή τους. Παρ’ όλα αυτά θα πω ότι τα παραπάνω δεν είναι παρά μια εισαγωγή στο νοσοκομείο της ψυχής που είναι τα blog (βλογ).

-Γιατρέ είναι καλά;

-Είχατε καιρό να μας τον φέρετε. Ξέρετε πώς είναι αυτά τα πράγματα. Αν δεν τον παρακολουθούμε τακτικά μπορεί να σπάσει πάλι.

-Ωχ όχι γιατρέ! Πραγματικά δεν ξέρω πως ζούσε πριν σας βρει.

-Είχε φίλους που τους έβλεπε από κοντά φαντάζομαι, ή ήταν πιο αυτάρκης. Τώρα παρακαλώ φύγετε. Θα ασχοληθούμε με την κατάστασή του. Μπορείτε να τα δείτε όλα από εδώ, αλλά μην επέμβετε. Ούτος ή άλλως δεν είστε μόνο εσείς που θα κοιτάτε, τόσοι αναγνώστες μας διαβάζουν.

Ο Γιατρός, όπως ο συγγενής απομακρύνονται από το σημείο. Και οι δύο με το ίδιο πρόσωπο το δικό μου. Ο ένας πηγαίνει στο χειρουργείο να δει τον ασθενή –και πάλι εγώ. Ο άλλος, βγαίνει από το νοσοκομείο και κάθεται στα σκαλάκια, να κοιτάει τον κόσμο να περιφέρετε στο νοσοκομείο. Το αντίθετο από τις αφίξεις στα αεροδρόμια, οι αφίξεις στα νοσοκομεία. Αφίξεις από την μία. Εκεί που όλοι συναντιούνται ξανά και τα πρόσωπα φωτίζονται, όσο και αν μπορεί να τσακωθούν μετά, εκεί που νιώθεις ωραία που είσαι άνθρωπος, σχεδόν όσο όταν κοιτάς ένα ωραίο μωρό. Αφίξεις από την άλλη. Σειρήνες ασθενοφόρων, που φωνάζουν στις ψυχές μας πως είμαστε θνητοί. Πρόσωπα κλαμμένα, σάρκες σχισμένες. Βρομιά. Η τηλεόραση από μέσα στον θάλαμο αναμονής απ’ όπου έφυγε –δεν άντεχε τον καπνό- λέει για το τέλος ενός πολέμου, μιας γενοκτονίας. Αυτός, εγώ, κάθεται και βαριέται αγχωμένα. Περιμένει τον γιατρό μέσα.

Δε νιώθω τίποτα. Είμαι αναίσθητος. Δεν ξέρω αν είναι εκ φύσεως ή προσωρινό, ώσπου ο γιατρός, εγώ, να αφαιρέσει ότι με βαραίνει. Αλήθεια ποιος γιατρός έχει μακριά ξανθά μαλλιά; Τι χίπης. Γιατί τον εμπιστεύτηκα; Γιατί είναι ο μόνος που εμπιστεύομαι. Και ακόμα και τον εαυτό μου δεν εμπιστεύομαι πλήρως. Σιγά σιγά μπαίνω σε λήθαργο.

Ονειρεύομαι το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Σαν μια ματιά σε μια παράλληλη πραγματικότητα που θα μπορούσα να είχα ζήσει. Θα μπορούσα άραγε; Άσθμα. Κανονικό και ψυχολογικό. Τι ωραίες υποσχέσεις που έχει η πόλη αυτή. Είμαι ρεαλιστής όμως. Πονάει, αλλά εφαρμόζω τη μέθοδο του χαζαπλάστ, (οι πιστοί ξέρουν...) και συνεχίζω να ζω. Ίσως στο μέλλον στίχοι από τα ποιήματά μου διαρρεύσουν στον κόσμο. Αυτό ήταν το μόνο αμιγώς καλό πράγμα της τελευταίας επίσκεψης.

Γύρισα από Θεσσαλονίκη. Διάβασα. Κουράστηκα γρήγορα λόγο του χαζαπλάστ. Και έπειτα δεν άντεξα άλλο. Πήγα διακοπές. Κάμπινγκ. Στην Αμοργό. Κάτι φίλες ήταν εκεί.

Ωραίο νησί, καλή παρέα, αλλά και πάλι δεν ξέρω γιατί βάζω προσδοκίες που δεν επιτυγχάνονται, και δεν απολαμβάνω απλά τις στιγμές ζωής που έχω;

Ένα φως. Δεν είμαι καλά, ζαλισμένος.

Ακούω τον γιατρό να λέει κάτι στο συγγενή:

Δεν τα καταφέραμε αυτήν την φορά. Το ηθικό του ακόμα πλανάται. Αυτό το τελευταίο χαζαπλάστ πόνεσε, και ο ίδιος είναι σε περίεργη φάση. Ελπίζουμε να μην χειροτερεύσει, αλλά προς το παρών δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι παραπάνω. Η γενιά του βλογ δεν μπορεί να γιατρεύσει τα πάντα, από την μοναξιά μέχρι και την κούραση έτσι, από μόνη της. Ίσως να δημιουργούμε μια ψευδαίσθηση ότι κάτι είμαστε, ίσως να πετάμε αμέτρητα μπουκάλια στη θάλασσα, που μέσα να έχουν γραμμένο το σώστε με, αλλά μερικές φορές, αυτά δεν είναι αρκετά. Είναι στιγμές που πρέπει να βάζεις ένα ακόμα στρώμα ασβεστίου στο όστρακο που σε προστατεύει, και να δείξεις ότι μεγάλωσες. Τέτοια είναι αυτή η στιγμή.

Death by overflow of potential.

4 comments:

Aeon said...

Πριν βρεις τη γιατρειά μίας αρρώστιας πρέπει πρώτα να την αναλύσεις και κατανοήσεις πλήρως.

Πριν βρεις τη γιατρειά βρίσκεις ένα εμβόλιο που να την εμποδίζει από το να εμφανιστεί.

Κάποιες αρρώστιες δεν έχουν γιατρειά, ενώ για κάποιες άλλες επιλέγουμε να μην πάρουμε το φάρμακο μας...

Over and Out...

RaZzMaTaZz said...

"Ίσως να δημιουργούμε μια ψευδαίσθηση ότι κάτι ήμαστε, ίσως να πετάμε αμέτρητα μπουκάλια στην θάλασσα, που μέσα να έχουν γραμμένο το σώστε με, αλλά μερικές φορές, αυτά δεν είναι αρκετά. Είναι στιγμές που πρέπει να βάζεις ένα ακόμα στρώμα ασβεστίου στο όστρακο που σε προστατεύει, και να δείξεις ότι μεγάλωσες. Τέτοια είναι αυτή η στιγμή."

Υπέροχα φρικιαστικο. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν σε μισώ ή αν σε λατρεύω όταν γράφεις τέτοια μικρά διαμαντάκια που μου κόβουν την ανάσα.
Μάλλον το δεύτερο. Dunno. Πράσινο, me thinks...

A.Charantonis said...

Out of context όντως ακουγόνται πολύ βραβάτα αυτά μου τα γραπτά... Μου θυμίζει τις συνεντεύξεις στα περιοδικά που μπορεί να είναι μάπα συνήθως, αλλά πάντα κάπου πάνω σε μια φωτογραφία του συνεντευόμενου (Λέξη που βρήκα και χρησιμοποίησα πάλι...) υπάρχει μία φράση από το κείμενο, που φαίνεται τόσο υπέροχη. Με τιμάς Μαριάντζελα. Αύριο θα σου πω και χρόνια πολλά για σήμερα παρεπιπτόντως. Και θα σου γράψω συνταγή στο βλόγ μου ως απάντηση στο σχόλειό σου... να δούμε, θα τη διαβάσεις;

A.Charantonis said...

Η πληρώτητα είναι κάτι εκνευριστικό στα μαθηματικά στη λογική και παντού εκτός από τη συναισθηματική πληρότητα όταν βεβαίως την έχεις. Δεν υπάρχει πλήρης πληρώτητα me thinks. Αλλά στα υπόλοιπα you ακουμπάς ένα νεύρο. Δεδομένου ότι σε καταλαβαίνω πλήρως, that is.