Sunday, April 23, 2006

Χριστός εγώ, Αληθώς εγώ.

Χρόνια μου πολλά και ευτυχισμένα!

Ματς μουτς!

Ναι, από μικρός που ήμουνα, μέχρι σήμερα, η ημέρα του πάσχα δεν έχει αλλάξει. Είναι μια μέρα όπου, εκτός από το απίστευτο σάλιομα των μάγουλών μου, βαριέμαι/ μελαγχωλώ/ κάτι τέτοιο, αφόρητα.

Ίσως υπερβάλω λίγο, αλλά ας κάνω μια ιστορική αναδρομή, να καταλάβετε και εσείς λίγο τον πόνο μου. (μικρός μεν ο πόνος μου σε σχέση με πόνους πραγματικούς, αλλά πόνος none the less).

Γεννήθηκα προ αρκετών χρόνων εν ελλάδι, (καμία σχέση με τη διαφήμιση της Κρέτα φαρμ), ως ένα βεβιασμένο μωρό. & μήνες και 2 εβδομα΄σες κοίησης. Από τότε ήμουν φαίνεται βιαστικός και περίεγος... (όχι σε όλα βιαστικός, να μην παρεξηγούμαστε...). Το ζήτημα είναι ότι τον παππού μου, τον έλληνα, τον λέγανε Ανέστη. Δυο γιούς και τρεις κόρες είχε, και δεν αξιόθηκε κανένας να κάνει συνεχιστή του άξιου ονόματως των {το επίθετο λογοκρήθηκε, για να έχω το προνόμειο της ανονιμίας –τι σκατά το έχουμε το ιντερδύχτη δηλαδή;}. Ο πατέρας μου λοιπόν, είπε στην μάνα μου πως έχουν τα πράγματα εδώ στην ελλάδα, η μάνα μου δεν ήθελε το παιδί να βγει Ανέστης, -και τη κατανοώ απολύτως δεν μου αρέσει το όνομά μου- και έτσι βρήκε ένα παραθυράκι ελπίδας. Δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι του πατέρα μου, που δυψούσε για πατρική αναγνώριση –ήταν βλέπετε ο δεύτερος γιος και ο πατέρας του –βασικά σταματώ τα οικογενιακά μου εδώ δε θα σας ζαλίσω. Το θέμα είναι ότι έχω δύο ονόματα: Αναστάσιος – Αλέξανδρος. Το Αλέξανδρος –το οποίο πλέον εισαγάγω στις νέες παρέες μου γιατί μου ακούγεται πιο πολύ «εγώ»- είναι από τον γάλλο παππού μου, τον Ιωσίφ. Μη το ψάχνετε, εξήγηση υπάρχει, αλλά είναι μακροσκελής και άσχετη.

Ας επιστρέψω στο πάσχα λοιπόν, αυτήν την ευραϊκή γιορτή που πήρε και ο χριστιανισμός. Η πρώτη μου ανάμνηση από τη γιορτή αυτή, ήταν μια λαοθάλασσα στη γειτονιά μου, με αναμένες λαμπάδες και ένας παπάς να φωνάζει το όνομά μου, και έπειτα όλοι να φωνάζουν το όνομα μου και να μην ξέρω που να απαντήσω. Έπειτα έρχισε το σάλιωμα... Πρέπει να κύλησαν αρκετά χρόνια πάνω κάτω στο ίδιο μοτίβο, χωρίς όμως να γυρνάω σαν το σπαστικό γύρω γύρω ένω ο κόσμος έλεγε τις ευχές του.

Ήρθε το δημοτικό, έμαθα για τους αγίους και το χρηστούλη, και καθώς από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, μου άρεσαν οι ιστοριούλες, τα παραμύθια και τα συναφή, και ήμουν αρκετά αθώος και καλοπροέρετος (αυτά τα τελευταία έχουν χαθεί σε μεγάλο βαθμό το πρώτο και αρκετά το δεύτερο –ή έτσι θέλω να πιστεύω), καθώς ήμουν λοιπόν παραμυθόπαιδο, μου άρεσε ο θεούλης. Αν και βαριόμουν να μένω ακίνητος στην εκκλησία, μου άρεσαν οι εικόνες, μου άρεσαν τα κεριά, μαστούρωνα και λίγο με το λιβάνι, κάπως τα άντεχα. Οι γονείς μου δεν με πίγαινανε εκκλησία τα σαββατοκύριακα, αλλά τον σταυρό μου στο τραπέζι έπρεπε να τον κάνω, και το πάσχα πηγαίναμε επιτάφειο και ανάσταση.

Ήρθε το γυμνάσιο, και μαζί του ήρθε και η χαλιναγώγιση της φαντασίας και η λογική (η ποιά;). Όπα ρε φίλε εδώ η θρησκία αντιφάσκει. Όπα ρε φίλε γιατί το ένα και όχι το άλλο; Γιατί π.χ. να μην είναι ο αλάχ ο ένας και οναδικός θεός; Αν είχα γεννηθεί άραβας τι σκατά θα γινόταν;

Εκεί κάπως με χάλασε η εκκλησία. Με χάλασε και η θρησκευτικού, γιατί δεν μπορούσε να μου απαντήσει παρά με δογματισμούς. Η γυναίκα πίστευε, αλλά μάλλον δεν είχε ακουστά το δικαίομα της ανεξιθρησκείας. Ούτε και οι συμαθητές μου, μου φαίνεται. Μέχρι το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, μόνο ο κολητός μου και 2 άτομα ήμασταν άθεοι κατά τη γνώση μου. Α! Και ο πατέρας μου. Η μάνα μου νομίζω πως πιστεύει και δεν πιστεύει.

Τελικά πάντως η θρησκεία συνέχισε και συνεχίζει να με ενδιαφέρει. Η πίστη μου ράγισε, θρηματίστηκε και ψόφησε, αλλά συνεχίζει αν με ενδιαφέρει. Θαυμάζω τα άτομα που πιστεύουν, και τα ζηλεύω. Έχω πλέον εκλογικεύσει την θρησκεία όσο δεν πάει, και δεν υπάρχει επιστροφή.

Όμως οι περισότεροι σήμερα, και του χρόνου και κάθε πάσχα, υποκρίνονται. Με πονάει αυτή η υποκρισεία. Με πονάει αυτή πλαδαρότητα και το γάντζωμα σε αξίες που δεν τηρούμε πλέον. ΥΠΟΚΡΙΣΕΊΑ.

Και κάθε χρόνο, χωρίς νόημα, μου εύχονται χωρίς να το σκέφτονται χρόνια πολλά. Χα. Νιάστηκα για τις μηχανικές ευχές σας. Ούτε την καλημέρα σας δεν αντέχω πια, αφού δεν είναι ευχή πλέον, μα μηχανική αναπαραγωγή ήχων. Τυποποιημένα πρόβατα.

Είχα δεν είχα ξέφυγα πάλι. Πάντα το παθαίνω μου φαίνεται, εκτός και εάν γράφω μόνο λίγες γραμμές.

Την ανάσταση φέτος μετά από τρεία χρόνια την έκανα έξω. Δεν κοιμήθηκα. Πήγα με τους γονείς μου, και είδα τον πατέρα μου να νοσταλγεί, και την μάνα μου το ίδιο, είδα τον πόνο τους μπορστά στην αλιομένη πίστη. Είδα δάκρυα, αληθεινά. Οι άπιστοι, πιο πιστοί από τους ψεύτες τριγύρω μου. Με μαρκί μαλί φέτος, -δεν μου τα κάψανε, πάλι καλά- με ρούχα μαύρα, έκανα ξανά παρατηρήσεις, θυμήθηκα καταστάσεις. Δεν ξέρω γιατί το πάσχα μου χαλάει τη διάθεση. Μάλλον γιατί πάμε για το σούβλισμα, σε μια συμάζοξη που δεν επέλεξα να πάω, σε μια γιορτή μιας πίστης που δεν επέλεξα να ακολουθώ, με ένα όνομα που δεν επέλεξα, και τώρα αλλάζω. Μάλλον η υποκρισεία που τις μέρες αυτές είναι πιο εμφανείς με ενοχλεί. Την προτιμάω κριμένη, να μην τη σκεύτομαι. Όπως και να έχει, σας εύχομαι, πραγματικά, να κρατήσετε, ή να βρείτε μια πίστη και μια εσωτερική γαλήνη, και να είστε πραγματική. Αυτά και χρόνια ευτυχισμένα και πολλά.

Αμήν.

No comments: